Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009









the love that dare not speak its name*

 
but do write its dare...



"Πρέπει να ήταν κατά τη δεύτερη ή τρίτη μου επίσκεψη στο τέμενος όταν προκλήθηκε ο σπινθήρας και, τόσο εκείνος όσο και ο σύντροφός του, ο Τζωρτζ Μέριλ, είχαν συμμαχήσει στο να μου προξενήσουν βαθιά εντύπωση και να μου αγγίξουν κάποια δημιουργική φλέβα. Ο Τζωρτζ Μέριλ μου άγγιξε επίσης την πλάτη - απαλά και ακριβώς πάνω από τους γλουτούς. Πιστεύω ότι άγγιζε των περισσότερων ανθρώπων. Η αίσθηση ήταν ασυνήθιστη και τη θυμάμαι ακόμα (...) Επέστρεψα κατόπιν στο Χάρογκέιτ (...) και αμέσως άρχισα να γράφω τον Μώρις" εξομολογείται ο Ε.Μ.Φόρστερ για το πως δημιούργησε το "Μώρις" (Καστανιώτης, 1988).

Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον ήρωά του από την εφηβεία έως και τα τριάντα+ χρόνια του. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Μώρις (κι όχι Μωρίς όπως λανθασμένα αποδίδεται στο κείμενο) 13χρονο μαθητή - μία μετριότητα όπως περιγράφεται που προκειμένου να γίνει δεκτός από τους υπόλοιπους συμμαθητές του υιοθετεί την συμπεριφορά τους ενώ την απεχθάνεται. Στην πραγματικότητα, αδιαφορεί και πιέζεται τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι διότι τα ενδιαφέροντα κι όλες οι συζητήσεις των οικείων του περιστρέφονται γύρω από τους καθωσπρεπισμούς της εποχής και την κοινωνική αποκατάσταση.

Ο Μώρις συνεχίζει τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ όπου δεν σταματά να νιώθει διαφορετικός από τους υπόλοιπους κι αποξενωμένος. Μέχρι που γνωρίζει τον Κλάιβ Ντάραμ, έναν τριτοετή συμφοιτητή του που στην πορεία γίνεται μέντοράς του. Ο Κλάιβ τον μυεί στην αρχαία ελληνική γραμματεία και στα κείμενα περί ομοφυλοφιλίας. Γίνεται η αφορμή για να "ανοίξει" το μυαλό του Μώρις και να απαλλαγεί από τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του για την θρησκεία και τις κοινωνικές συμβατικότητες. Να βρει, να κατανοήσει και να αποδεχθεί την σεξουαλική του ταυτότητα. Ουσιαστικά, ο Κλάιβ απελευθερώνει τον Μώρις και για όσο διαρκεί η σχολή, οι δυο τους έχουν μια υπέροχη -πλατωνική όμως- σχέση παρόλο που ο Μώρις προσδοκά κάτι περισσότερο.

Εξαιτίας ενός εγωϊσμού, ο Μώρις εγκαταλείπει τις σπουδές του και εργάζεται ως χρηματιστής ενώ αντίθετα, ο Κλάιβ τις ολοκληρώνει. Μετά το τέλος των σπουδών του κι ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Ελλάδα με άλλη παρέα, ο Κλάιβ βιώνει μία εσωτερική μεταστροφή σχετικά με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του και η ιδιαίτερη, τρυφερή, φιλία που ένιωθε για τον Μώρις δίνει την θέση της στην έλξη για το γυναικείο φύλο που είναι τόσο ένθερμη ώστε αποφασίζει να παντρευτεί. Από το κείμενο γίνεται φανερό ότι ο Κλάιβ ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για την κοινή γνώμη και την κοινωνική του θέση απ' ότι διατεινόταν ως φοιτητής. Φυσικό επακόλουθο λοιπόν να επιλέξει έναν συμβατικό, "στεγνό", γάμο και να αποκηρύξει την ομοφυλοφιλία του θεωρώντας την μία εμμονή, ένα καπρίτσιο της ηλικίας. Η συμπεριφορά του προς τον Μώρις γίνεται συγκαταβατική, τυπική. Καθαρά βρετανική. Ο Μώρις, ωστόσο, αντιμετωπίζει το απροσδόκητο αυτό τέλος όσο καλύτερα μπορεί δίχως να απαρνηθεί λεπτό την πραγματική του ταυτότητα. Καθώς διάβαζα τον "Μώρις" σκεφτόμουν ότι αν στη θέση των δύο αντρών έβαζα τα ονόματα ενός ετερόφυλου ζευγαριού, δεν θα υπήρχε καμμία διαφορά στις αντιδράσεις των ηρώων. Έτσι, μπόρεσα να προβλέψω τη συνέχεια - όπως γίνεται συνήθως σε όλες τις σχέσεις αγάπης κι έρωτα που τελειώνουν άδοξα, τον πόνο της απόρριψης και της ήττας, το βάσανο της απώλειας τα γιατρεύει ο χρόνος κι ένας καινούργιος έρωτας.



 Ο Μώρις ερωτεύεται τον Άλεκ Σκάντερ, τον θυροφύλακα του Κλάιβ. Βρίσκει, επιτέλους, την ανταπόκριση και την αμοιβαιότητα που ποθούσε και παρόλες τις διαφορές -κοινωνικές και πνευματικές- που υπάρχουν, οι δυο εραστές μένουν μαζί ως το βάθος της ηλικίας τους. Μάλιστα, ο Ε.Μ.Φόρστερ, στο αρχικό χειρόγραφό του είχε γράψει έναν διαφορετικό επίλογο που ναι μεν δημοσιεύτηκε αλλά κατόπιν τον απέσυρε γιατί θεώρησε ότι δεν θα ήταν δημοφιλής. Σ' εκείνον τον επίλογο, λίγα χρόνια μετά το τέλος της νουβέλας -νουβέλα ονομάζει ο ίδιος ο Ε.Μ.Φ. το "Μώρις"- γίνεται μια συνάντηση του Μώρις με την μικρότερη αδελφή του, Κίττυ, η οποία τελικά υποψιάζεται τον πραγματικό λόγο που ο αδελφός της είχε εγκαταλείψει το πατρικό τους και του δείχνει πόσο πολύ τον απεχθάνεται γι' αυτό. Η τελευταία σκηνή περιέγραφε τον Μώρις και τον Άλεκ να συζητούν,
ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, και να αποφασίζουν να μετακομίσουν για να αποφύγουν μία τυχόν μελλοντική συνάντηση μαζί της.

 
Ο Ε.Μ.Φόρστερ δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να ολοκληρώσει την συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος αλλά δεν θα επιτρέψει να δημοσιευθεί παρά μόνον μετά θάνατον. Ομοφυλόφιλος ο ίδιος, γνωρίζει από πρώτο χέρι τους κομφορμισμούς της εποχής και τις ποινικές διώξεις και κυρώσεις που επιφέρει η ομοφυλοφιλία στην εποχή του κι αυτό τον κάνει αρκετά αρνητικό για την έκδοση του "προκλητικού" Μώρις. Άλλωστε, η απήχηση και η "μεθεόρτια" εντύπωση της δίκης του Όσκαρ Ουάιλντ που σκανδάλισε τα τότε χρηστά ήθη της Μεγάλης Βρετανίας, διαρκούσαν ακόμη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, το 1913, όταν ο Ε.Μ. Φόρστερ έγραφε τον "Μώρις" (υπάρχει σχετική αναφορά και στην πλοκή του βιβλίου). Είναι επίσης επιφυλακτικός κι αβέβαιος για την λογοτεχνική αξία του βιβλίου μολονότι το έργο του μέχρι εκείνη τη στιγμή (πέντε μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων) είναι ήδη αναγνωρισμένο. Ο ίδιος σημειώνει: "Δημοσιεύσιμο - αλλά το αξίζει;" Ο "Μώρις" θα χρειαστεί να περιμένει πενήντα οκτώ χρόνια πριν βρεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Το 1971, ο Ε.Μ.Φόρστερ έχει πεθάνει και τόσο οι αντιλήψεις όσο και η αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας έχουν αλλάξει κατά πολύ.

Ξεκίνησα να διαβάζω τον "Μώρις" επηρρεασμένη από την πολύ καλή κινηματογραφική μεταφορά του από τον Τζέιμς Άιβορυ που φαίνεται ότι είναι ο αποκλειστικός σκηνοθέτης των βιβλίων του Ε.Μ.Φόρστερ. Μιλώντας για την ταινία, δεν θυμάμαι τι στ' αλήθεια ήταν αυτό που μου είχε κάνει περισσότερο εντύπωση: η σχέση δύο ανθρώπων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις ή ο άγνωστος και γοητευτικός νεαρός -τότε- ηθοποιός Ρούπερτ Γκρέιβς που υποδυόταν τον Άλεκ Σκάντερ. Η ομοφυλοφιλία, πάντως, δεν ήταν. Ανέκαθεν, δεν με προκαλούσαν οι όποιες ιδιαιτερότητες του σώματος. Μάλλον με θυμώνουν όταν τους δίνεται περισσότερη προσοχή απ' ότι είναι απαραίτητο και κυρίως όταν χρησιμοποιούνται για να βάλλουν κάποιον. Πιο πολύ με έλκυουν οι αδυναμίες της ψυχής και η δύναμη της θέλησης - "You can do anything. Once you know what it is", λέει ο Μώρις. Ο Φόρστερ χειρίζεται πολύ καλά την περίπτωση του - ο Μώρις καλύπτει όλη την παλέτα των συναισθημάτων ενός αληθινά ερωτευμένου ανθρώπου. Ωστόσο, το βιβλίο δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες, ιδίως τη στιγμή που η ελληνική μετάφρασή του το αδικεί σε αρκετά σημεία. Δίνει όμως με απλό τρόπο, χωρίς στόμφο και δραματικές υπερβολές, την αυθεντικότητα των συναισθημάτων ενός άντρα που έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Στο τέλος δε, ο Μώρις εμφανίζεται τόσο ολοκληρωμένος, και γι' αυτό ισχυρός, που φέρνει σε τραγική αμηχανία τον πάντα ετοιμόλογο Κλάιβ.

Γυρνώντας την τελευταία του σελίδα ένιωσα ότι διάβαζα όχι απλώς μία περιγραφή γεγονότων αλλά κάτι βαθύτερο - τα πράγματα στην σωστή τους βάση. Κι αυτό έκανε τη μέρα μου καλύτερη.





__
* Πρόκειται για φράση από το ποίημα "Δύο Αγάπες" του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας, εραστή του Όσκαρ Ουάιλντ. Χρησιμοποιήθηκε από τον δημόσιο κατήγορο για να φέρει σε δύσκολη θέση τον Όσκαρ Ουάιλντ αλλά και από τον ίδιο τον συγγραφέα για την υπεράσπισή του στην πολύκροτη δίκη του που έγινε τον Απρίλιο του1895.



Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου ενώ η δεύτερη από την κινηματογραφική μεταφορά του "Μώρις" - ο (ξανθός) Τζειμς Γουΐλμπυ ήταν ο Μώρις και ο Ρούπερτ Γκρέιβς ο Άλεκ. Η τρίτη φωτογραφία είναι από χειρόγραφο του Ε.Μ.Φόρστερ για το "Πέρασμα στην Ινδία"

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009



"... Η μεγάλη μου επιθυμία να γίνω δημιουργός ταινιών πηγάζει από το ενδιαφέρον μου για την μεταχείριση των εικόνων και την μεταχείριση των κειμένων. (...) πάντα με ενθουσιάζουν αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη ζωγραφική και στο σχέδιο -και τη λογοτεχνία- που δείχνουν αποφασισμένα να μην υποστούν καμμία αλλαγή, που σθεναρά αρνούνται να μετατρέψουν τη μορφή τους, το περιεχόμενο και τις μεταφορικές τους έννοιες σε κινηματογραφική ταινία. ..."


(Από παλαιότερη εικαστική έκθεσή του στην Αθήνα).

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009





Όσο να πιεις ένα φλιτζάνι τσάι...



Εδώ και μέρες προσπαθώ να γράψω κάτι για τον "μικρούλη έρω" (sic) του Πασκάλ Κινίαρ (Μελάνι, 2008) αλλά μου είναι δύσκολο. Πως περιγράφουν τον καύσωνα του πόθου, το σκοτάδι της απόγνωσης, τον δραματικό ήχο του βιολοντσέλου που ξεπηδά ανάμεσα απ' τις λέξεις;

Ας το πάρω από την αρχή. Ο Πασκάλ Κινίαρ είναι ένας συγγραφέας όχι ιδιαίτερα γνωστός σε μας. Γεννήθηκε το 1948, στη Γαλλία, σε οικογένεια εκπαιδευτικών - γονείς καθηγητές κλασικών σπουδών, ο ένας παππούς, από την μεριά της μητέρας, συγγραφέας, ο άλλος, από την μεριά του πατέρα, μουσικός. Αναπόφευκτο, σχεδόν, να ασχοληθεί με τις Τέχνες και τα Γράμματα. Σπουδάζει Φιλοσοφία, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο και για σειρά ετών συνεργάζεται με τον Gallimard. Tο 1994 εγκαταλείπει όλες τις θέσεις του και αφιερώνεται στο γράψιμο. Μεταφράζει, γράφει αρκετά δοκίμια αλλά και μυθιστορήματα με πιο γνωστό το "Όλα τα πρωινά του κόσμου" που μεταφέρθηκε στον κιν/φο με μεγάλη επιτυχία. Σ' αυτήν την πολύ ατμοσφαιρική -σχεδόν εικαστική- ταινία πρωταγωνιστεί ένας μουσικός της βιόλα ντα γκάμπα και η οικογένειά του. Στον "μικρούλη έρω" πρωταγωνίστρια είναι μία δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου και η αδυσώπητη μοναξιά της.


Τότε, ήταν μια ασχημούλα δεκαεννιάχρονη σπουδάστρια βιολοντσέλου κι εκείνος, ένας τριανταπεντάρης γόης. Στη Νίκαια της Γαλλίας. Καλοκαίρι. Καύσωνας. Ένα απόγευμα.


Μεταξύ των δυο τους δεν έχει προηγηθεί κάποια έλξη, ή έστω κάποια φιλία. Δεν υπάρχει κάτι που να τους συνδέει. Για τον Γκέρχαρντ Μπιελέ, η νεαρή βιολοντσελίστρια είναι απλώς η εκτόνωση μιας "... βασανιστικής, επιτακτικής φαντασίωσης, μιας αγωνίας που άγγιζε τα όρια της αγωνίας."


Για την Πωλίν Αρλέ όμως είναι αλλιώς. Βασανίζεται να καταλάβει τι ήταν αυτό που έζησε, κι αν ήταν έρωτας, πέφτει σε κατάθλιψη, προσπαθεί να επαναλάβει εκείνο το απόγευμα μα ο Γκέρχαρντ "... είπε σε τόνο απαγγελίας, σιγοτραγουδώντας σαν τα μικρά παιδιά του δημοτικού: "Δεν σου δίνω άλλη ελπίδα, δεν με είδες, δεν σε είδα...'"


Πολλές φορές σε στιγμές αμηχανίας -κυρίως στον έρωτα- λέμε ή και κάνουμε ανόητα, αψυχολόγητα πράγματα. Είμαι σίγουρη ότι όλοι μας έχουμε κάτι ασυνάρτητο, "τρελό" ή "ευφυέστατο" να θυμηθούμε που μας έχει φέρει σε δύσκολη θέση. Κατόπιν εορτής βέβαια, το απωσιοπούμε, ναι, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το αρνούμαστε ή ότι δεν έγινε. Έγινε και υπήρξε και οι πιο "γενναίοι" από εμάς που το διακωμωδούν, γνωρίζουν κάτι περισσότερο για την απόλαυση ενός τέτοιου λάθους - με ή χωρίς εισαγωγικά. Στο κάτω κάτω, για να "παίξω" με μια αγγλική παροιμία,"love isn't love without a cello-playing goat".* Και αν η αντίδραση της Πωλίν να δεχθεί τον βιαστή της εξηγείται από τον Ρόμπερτ Φρόστ που είπε ότι "Αγάπη είναι η ακαταμάχητη επιθυμία να είσαι ακαταμάχητα επιθυμητός/η", πως μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τον Γκέρχαρντ ο οποίος υπακούει στο "θύμα" του και κατόπιν επιστρέφει στην κενότατη ζωή του σαν να μην συνέβη τίποτα;


Η Πωλίν δεν ξεχνά τι συνέβει εκείνο το απόγευμα - εκείνον τον βουβό κι αδιέξοδο έρωτα που στην πραγματικότητα ήταν "... ένα μικρούλι ραγισμένο άγαλμα του θεού Έρωτα, με υπερβολικά φουσκωτά μάγουλα, με πολύ μεγάλο πισινό, άγαλμα φτιαγμένο από γύψο και ξύλο, τελείως σκασμένο, φαγωμένο από την υγρασία..." Εξήντα τρία χρόνια μετά, η γερασμένη πια μουσικός, με φανερές τις φθορές του χρόνου πάνω της και το κορμί της να έχει πάρει τη στροφή του θανάτου, διηγείται αυτήν την ερωτική ιστορία σε έναν θαυμαστή της, ο οποίος και την καταγράφει με αρκετά στυλιζαρισμένο ύφος και λέξεις σωστά αρμολογημένες, σε μόλις 45 μικρές σελίδες.



* play the giddy goat: κάνω τρέλες.


 
Σημειώσεις: Η πρώτη εικόνα είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου - το "Γυναίκα που παίζει Τσέλο" του Ούγγρου Róbert Berény Ο δεύτερος πίνακας είναι λεπτομέρεια από τoν "la mariee" του Μαρκ Σαγκάλ. Μπορείτε να ακούσετε τον παραπλήσιο με βιολοντσέλο ήχο της βιόλα ντα γκάμπα - έχει την γοητεία και την μελαγχολία της νουβέλας. Και τα δύο είναι το ίδιο έντονα και διαρκούν λίγο. Όσο να πιεις ένα φλιτζάνι τσάι...

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2009





"Don't tell anybody anything.


If you do, you start missing everybody"




" Ο φύλακας στη σίκαλη" είναι το θρυλικό πλέον βιβλίο του επίσης θρυλικού Τζ.Ντ.Σάλιντζερ. (Εγώ διάβασα το πρωτότυπο από τον Penguin. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκουρος, σε μετάφραση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη). Ανέκαθεν πίστευα ότι θα ήταν κάτι δύσκολο και "βαρύ" αλλά ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο έφηβος ήρωας του μυθιστορήματος, με διέψευσε. Θα περιμένετε τώρα να διαβάσετε τις εντυπώσεις μου και περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με την υπόθεση, την γραφή, το ύφος, την γλώσσα, κ.λπ. Ωστόσο, δεν θα το κάνω αυτή την φορά. Θα ακολουθήσω την συμβουλή του νεαρού Χόλντεν και δεν θα σας πω τίποτα. "Μην λες σε κανέναν τίποτα. Αν το κάνεις, αρχίζει και σου λείπει"

Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι πενήντα οκτώ χρόνια μετά την συγγραφή αυτού του βιβλίου, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει και πολύ για τους εφήβους και το σκαλοπάτι της ενηλικίωσης που πρέπει να ανέβουν. Το ανεβήκαμε κι εμείς και διαβάζοντας αυτή την εξομολογηση του Χόλντεν το θυμήθηκα. Δεν θα σας κουράσω με τις απορίες -μεταξύ άλλων- πού είχα τότε μιας και μετά τον Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, ο Ρότζερ Χόντσον το έκανε, επίσης, πολύ καλά. Κάπου εκεί, στην αρχή της δικής μου εφηβείας...



Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009






Το φθινοπωρινό πουλόβερ


"...Με την πρώτη βροχή, μονολογούσαμε: "Ήρθε φθινόπωρο". Αποδεχόμασταν ότι τώρα πια είναι όλα μια απλή παρένθεση προτού έρθει ο χειμώνας. Αλλά κάπου μέσα μας, χωρίς να θέλουμε να το παραδεχτούμε, περιμέναμε κάτι. Τον Οκτώβρη. Τις αληθινά παγωμένες νύχτες και τη μέρα, το γαλανό ουρανό πάνω στα πρώτα κίτρινα φύλλα. Τον Οκτώβρη, το ζεστό κρασί, τη γλυκιά απαλότητα του φωτός, όταν ο ήλιος δε ζεσταίνει παρά μόνο στις τέσσερις το απόγευμα, την ώρα που όλα παίρνουν τη μακρόστενη γλυκύτητα των αχλαδιών που έπεσαν απ' τη μάντρα.

Τότε μας χρειάζεται ένα καινούργιο πουλόβερ. Πρέπει να φορέσουμε τα κάστανα, τη βλάστηση του δάσους, τα αγκαθωτά περιβλήματα των αγριοκάστανων, το ροδοκόκκινο χρώμα των μανιταριών. Να καθρεφτιστεί αυτή η εποχή του χρόνου μες στην απαλότητα του μαλλιού. Όμως, ένα καινούργιο πουλόβερ είναι σαν να διαλέγεις την καινούργια φωτιά που πλησιάζει προς το τέλος.

Σε πράσινους τόνους; Το πράσινο της ιρλανδικής εξοχής, βαθυπράσινο, μουντό, καλυμμένο με ομίχλη, σε έντονους καφέ τόνους του ουίσκι, άγριο και μοναχικό σαν τα χωράφια της τύρφης, σαν το κουρεμένο χορτάρι. Ή μήπως στο χρώμα της φωτιάς; Υπάρχουν τόσες πολλές πυρρόξανθες αποχρώσεις, τα μαλλιά της Οφηλίας, η επιθυμία να γευτείς, όπως παλιά τάρτες βουτύρου με μέλι, κυρίως δάση, καστανόχωμα, κοκκινωπές αποχρώσεις τ' ουρανού, ασύλληπτες μυρωδιές υπαίθριων αγορών και δασών, εδώδιμων μανιταριών και νερού. Και σε ανοιχτούς μπεζ τόνους, γιατί όχι; Ένα πουλόβερ με μεγάλες θηλιές, σταυροβελονιά, λες και κάποιος είχε ακόμη το χρόνο να πλέξει για σένα.

Ένα τεράστιο πουλόβερ: το σώμα δε θα 'χει πια σημασία, θα είμαστε το σύμβολο της εποχής. Ένα πουλόβερ με ριχτούς ώμους, ελπίζοντας... Είναι ωραίο ακόμη, και για σένα τον ίδιο, να ερμηνεύεις το τέλος των πραγμάτων με το ίδιο χρώμα σε διαφορετικούς τόνους. Να διαλέγεις την πολυτέλεια της μελαγχολίας. να αγοράζεις το χρώμα των ημερών, ένα καινούργιο φθινοπωρινό πουλόβερ."


Από το βιβλίο "η πρώτη γουλιά της μπίρας κι άλλες μικρές απολαύσεις" του Φιλίπ Ντελέρμ (Πατάκης, 1998).



Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009





Το Κύμα

Σήμερα το πρωί, καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω από το σπίτι, θυμήθηκα την ταινία "Το Κύμα" (Die Welle) του Γερμανού Ντένις Γκάνσελ που είδα τον χειμώνα που μας πέρασε. Έχω ήδη αρχίσει τα μαθήματα από χθες και είμαι απορροφημένη από την όλη διαδικασία (εγγραφές, καινούργιοι μαθητές, ύλη, πρόγραμμα, κ.λπ.,κ.λπ.) συνεπώς δεν είναι τυχαίο που την σκέφτηκα κι αυτό διότι η ταινία εκτυλίσσεται σε σχολείο.


Επί τροχάδιν αναφέρω την υπόθεση: ένας καθηγητής Λυκείου στην Γερμανία του σήμερα, θέλοντας να διδάξει στους μαθητές του τον τρόπο που λειτουργούν τα απολυταρχικά καθεστώτα, κάνει ένα πείραμα: εφαρμόζει στην τάξη του τους κανόνες του ολοκληρωτισμού, τους υποχρεώνει να ντύνονται ομοιόμορφα, να του αποδίδουν τον σεβασμό προσωπικά και να δρουν με αυστηρή οργάνωση και πειθαρχία. Το πείραμα κινεί το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των παιδιών που συμμετέχουν ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες έχει χαθεί κάθε έλεγχος: η βία που εκλύεται εξαπλώνεται στο υπόλοιπο σχολείο και φθάνει να απειλήσει ολόκληρη την πόλη. Ο καθηγητής προσπαθεί να σταματήσει "Το Κύμα" μα δυστυχώς είναι αδύνατον. (Μπορείτε να διαβάσετε εδώ μια διπλή κριτική της ταινίας).

Δεν θα περιγράψω τον τρόμο που πραγματικά ένιωσα ενδόμυχα για τον κίνδυνο (βλ. φασισμός) που πάντα ελλοχεύει, για το πόσο εύκολο είναι να χειραγωγηθεί κανείς, για την κατάργηση της ατομικότητας σε όφελος της ομάδας, για τον εξοστρακισμό του "αντίθετου", τα δυσδιάκριτα όρια και την λεπτή ισορροπία των όρων και των εννοιών αυτών. Δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα. Το θέμα μου είναι ότι αυτή η ταινία, εκτός από τον έντονο προβληματισμό και την επιφύλαξη που μου προκάλεσε σχετικά με το τι λέμε στα παιδιά και σε τι περιβάλλον τα μεγαλώνουμε, μου έφερε στην επιφάνεια την επιθυμία να μπω σε αίθουσα διδασκαλία επειγόντως! Είναι μια επιθυμία που προσπαθώ φέτος να υλοποιήσω, ένα "κύμα" στο οποίο αφήνομαι σχεδόν ανεπιφύλακτα. Πιθανότατα αυτό δικαιολογεί και την διάθεση στην οποία βρίσκομαι εδώ και μία εβδομάδα και είμαι κάπως έτσι:



Καλό φθινόπωρο σε όλους!