Τρίτη 31 Ιουλίου 2012







The water is your friend.






You don't have to fight with water, 
just share the same spirit as the water, 
and it will help you move.  









Με τα λόγια όχι ενός λογοτέχνη αλλά ενός πρωταθλητή της κολύμβησης σκέφτηκα να σας ευχηθώ για τις διακοπές μια κι ελπίζω να κολυμπήσετε πολύ στην θάλασσα - ό,τι ισχύει άλλωστε γι' αυτήν, ισχύει και για την ανάγνωση επίσης. Καλές, δροσερές και αναζωογωνητικές μέρες να έχετε και, βεβαίως έως απαραιτήτως, διαβαστερές, όπως είπε και ο Ά.  Καλόν Αύγουστο!  
Σημείωση:  Η φωτογραφία είναι της Elena Kalis

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012







It is by acts 
and not by ideas that people live.



Ψάχνοντας στις κούτες με τα βιβλία μου, πριν από λίγες μέρες, για το "Το έγκλημα του Συλβέστρoυ Μποννάρ" (Ψυχογιός, 1984, μετάφραση Δημήτρης Ζορμπαλάς) είχα κατά νου ότι θα διάβαζα ένα μυθιστόρημα τύπου "Το έγκλημα της Μητρός μου" του Γεωργίου Βιζυηνού ή στην καλύτερη περίπτωση μία γαλλική εκδοχή της Άγκαθα Κρίστυ. Πλάνην οικτράν! Παρά τον ευκρινέστατο τίτλο του, ο Ανατόλ Φρανς, γιος βιβλιοπώλη και μεγαλωμένος ανάμεσα σε βιβλία και σε διακεκριμένους συγγραφείς και μελετητές που επισκέπτονταν το βιβλιοπωλείο του πατέρα του, γράφει  ένα βιβλίο για τα βιβλία, την βιβλιοφιλία και τους βιβλιόφιλους. Όχι τόσο οικτράν η πλάνη, τελικά. Και ο ήρωάς του δεν θα μπορούσε παρά να έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.



Ο Συλβέστρος Μποννάρ είναι ένας γηραιός βιβλιοδίφης, φιλόλογος ειδικευμένος στην Παλαιογραφία, διάσημος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Έχει αφιερώσει όλη την ζωή του στην έρευνα, ανακάλυψη κι επεξεργασία αρχαίων συγγραμμάτων - τίποτα δεν τον ευχαριστεί περισσότερο από αυτό. Μπορείτε, λοιπόν, να φανταστείτε την συγκίνηση και την ταραχή του  όταν ανακαλύπτει ένα δυσεύρετο χειρόγραφο "την χρυσή παράδοση του Ιακώβου της Γένουας, γαλλική μετάφρασις, σχήμα 4ον, μικρόν. (...) Η μετάφρασις αύτη, οι παραδόσεις και το ποίημα, οφείλονται εις τον κληρικόν Ιωάννη Τουμουιγιέ. Το χειρόγραφον είναι επί περγαμηνής. Περιέχει μέγαν αριθμόν διακοσμημένων γραμμάτων, και δύο μικρογραφίας, λεπτοτάτης εκτελέσεως, αλλά κακώς διατηρημένας."  Παρ' όλη την φυσική του ροπή προς την ακινησία, ο Συλβέστρος Μποννάρ αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι την Σικελία για να το αποκτήσει. Θα  επιστρέψει όμως άκαρπος και στη συνέχεια, ακολουθώντας τα ίχνη του χειρογράφου, θα επισκεφθεί ένα παλαιοπωλείο ενώ θα πάρει μέρος και σ' ένα δημόσιο πλειστηριασμό όπου εκτείθεται το συγκεκριμένο χειρόγραφο χωρίς όμως να μπορέσει να διαθέσει το ποσό πώλησής του. Το χειρόγραφο τελικά θα φτάσει στα χέρια του μέσα σ' ένα κούφιο κούτσουρο γεμάτο με βιολέτες της Πάρμας - η  σύζυγος του πρίγκηπα Τρεπώφ (με την οποία ο κύριος Μποννάρ είχε γνωριστεί στο ταξίδι του) θα του ανταποδώσει την καλοσύνη και  την φροντίδα που της έδειξε όταν κάποια Χριστούγεννα, ως κακόφημη  κυρία Κοκόζ γεννούσε το μωρό της στην παγωμένη σοφίτα του κτηρίου όπου ζούσαν. Τούτο είναι το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος που έχει τον τίτλο "το Κούτσουρο".

Μετά απ' αυτό, η ζωή του Συλβέστρου Μποννάρ συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό και τρόπο που κινούνταν και πριν δλδ μέσα στην βιβλιοθήκη του καθώς και σε άλλα μέρη όπου βρίσκεται πάντοτε περιστοιχισμένος από βιβλία (υπάρχει μια θαυμάσια περιγραφή υπαίθριου πάγκου με βιβλία κάπου κοντά στον Σηκουάνα). Μέχρι που μια μέρα, κατά τύχη, εμφανίζεται μπροστά του η εγγονή της Κλημεντίνης, της πρώτης του αγάπης. Η Ιωάννα Αλεξάνδρου, που έχει δώσει τον τίτλο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, θα  δώσει νόημα στην ύπαρξή του. Ο κύριος Μποννάρ θα αρχίσει να ζει και να δρα - μετά από προσεκτικές (κι απρόσεχτες) κινήσεις  θα αναλάβει την κηδεμονία της νεαρής από τον μαιτρ Μους τη στιγμή που μαθαίνει πως είναι ορφανή κι άπορη.

Το "Έγκλημα του Συλβέστρου Μποννάρ" είναι το δεύτερο βιβλίο του Ανατόλ Φρανς κι εκείνο που του άνοιξε τον δρόμο προς το πάνθεον της Γαλλικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας - το 1921, θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ για το  όλο έργο του που αποτελείται από άρθρα, κριτικές, ποίηση, πεζογραφία, θεατρικά έργα και κριτικά δοκίμια.  Η αρχή, ωστόσο, έγινε με το "Το έγκλημα..." που κέρδισε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας.  Γραμμένο με την μορφή ημερολογίου, το μυθιστόρημα τούτο δεν προέταξε στην εποχή του, ούτε σήμερα προτάσσει κάτι ξεχωριστό στο ύφος ή στην μορφή της πεζογραφίας.  Μάλλον αρκετά συμβατικό θα το έλεγα. Τα δύο κεφάλαιά του θα μπορούσαν κάλλιστα να δημοσιευτούν ως ξεχωριστά διηγήματα μιας και το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν, εκτός από τον Συλβέστερ Μποννάρ είναι η γερασμένη υπηρέτριά του, η Τερέζα και οι παραξενιές του γήρατός της.  Εκείνο, ωστόσο, που χαρακτηρίζει έντονα το μυθιστόρημα είναι η ανεπιτήδευτη απλότητα της γραφής του Φρανς μα κυρίως η κομψή ειρωνεία με αρκετές δόσεις λεπτού αυτοσαρκασμού - ακριβώς αυτά τα σχεδόν φλεγματικά σχόλια του κυρίου Μποννάρ "πιάνουν" την αύρα της Γαλλίας και δίνουν ενδιαφέρον σε μια κατά τα άλλα άτονη αφήγηση. 

Ποιό, όμως, είναι το έγκλημα του  αξιαγάπητου Συλβέστρου Μποννάρ που αναφέρεται στον τίτλο; Τι εγκληματικό θα μπορούσε να έχει διαπράξει ένα γεροντοπαλίκαρο με συμπεριφορά λεπτεπίλεπτου μπουφόνου που ζει κι αναπνέει για τα βιβλία του; Η απαγωγή της Ιωάννας μέσα από τα χέρια της δεσποινίδος Πρεφέρ, της ιδιοκτήτριας του οικοτροφείου όπου φιλοξενείται η κοπέλα, για να την απαλλάξει από την συμπεριφορά της στεγνής κι άτεγκτης γεροντοκόρης δεν γίνεται καν αντιληπτό από τις Αρχές χάρη σ' ένα νεύμα της τύχης και στην δολιότητα  του μαιτρ Μους  - ο συμβολαιογράφος εξαφανίζεται παίρνοντας μαζί του όχι μόνο τα χρήματα των πελατών του αλλά και την κόρη ενός περουκιέρη. Συνεπώς, αυτό το με αντικειμενικά κριτήρια έγκλημα ούτε καν του καταλογίζεται. 

Το "κακό" ξεκινά όταν ο Συλβέστερ Μποννάρ αποφασίζει να πουλήσει το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του για να προικίσει την Ιωάννα που θα παντρευτεί τον μαθητή του, Ζελίς. Στην πράξη, όμως, δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποια βιβλία που του χάρισαν για ενθύμια. "Και τότε, ενώ όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, σηκωνόμουν κι έβγαινα στα κλεφτά από το δωμάτιό μου" λέει, και τρύπωνε στις μύτες των ποδιών του στη βιβλιοθήκη όπου "αρπούσα έναν τόμο απ' το τραπεζάκι που αναφερόταν σε κάποιον σεβαστό γοτθικό ναό ή σε κανέναν ευγενικό ποιητή της αναγέννησης, το κόσμημα, το θησαυρό που ονειρευόμουν όλη νύχτα, τον έπαιρνα λοιπόν και τον καταχώνιαζα στο βάθος του ντουλαπιού που έβαζα τους τόμους που θα κρατούσα, και που ήταν φίσκα. Είναι φριχτό που το λέω: έκλεβα την προίκα της Ιωάννας." Να λοιπόν το έγκλημά του!

Η έκδοση που έχω είναι μια παλιά λευκή δερματόδετη, με χρυσά στοιχεία και βινιέτες στο εξώφυλλο, δίχως όμως τις ξυλογραφίες που κοσμούσαν την πρώτη έκδοσή του (1921). Έχοντάς τη στα χέρια, ήταν εύκολο να με μεταφέρει χρόνια, δεκαετίες, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1980 όταν απέκτησα το συγκεκριμένο βιβλίο. Το ίδιο καταφέρνει να κάνει και το κείμενο μόνο που σε πηγαίνει ακόμη πιο πίσω, στο Παρίσι του τέλους του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Η μετάφρασή του είναι σύγχρονη και διαβάζεται χωρίς δυσκολία, είναι φανερό ωστόσο πως χρειάζεται ένα γερό, επιμελές "ξεσκόνισμα". 

"Το έγκλημα..." μου άφησε καλή εντύπωση, ωστόσο, δεν νομίζω ότι θα το πρότεινα παρά μόνο σε όσους έχουν υπομονή και θέλουν να πάρουν μια γεύση από το Παρίσι του παρελθόντος και την λογοτεχνική γραφή της εποχής - ευκαιρία να "ανακαλύψουν" τον άνθρωπο που όπως λέγεται ενέπνευσε τον Bergotte, έναν από τους πρωταγωνιστές του "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" του Proust. Θα το πρότεινα επίσης, σε περίπτωση ανάγκης - οι  μικρές αβλεψίες,οι αφηρημάδες και οι παρατηρήσεις του κυρίου Μποννάρ προκαλούν γέλιο και λειτουργούν αγχολυτικά.



Σημείωση: Το σκίτσο απεικονίζει τον συγγραφέα και είναι αγνώστου -σε μένα- καλλιτέχνη. 

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012








"Πιότερο από χθες, λιγότερο από αύριο"





Τα βιβλία της Ιρέν Νεμιρόβσκυ είναι για μένα κάτι σαν λυσάρι της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης:  τσεχωφική  απλότητα και ανηλεής παρατηρητικότητα προσφέρουν κάθε φορά ένα είδος γνώσης και συνάμα πραγματική απόλαυση. Όταν έχω κάποιο από αυτά στα χέρια μου δεν θέλω να τελειώσει, όσο παιδιάστικο κι αν ακούγεται αυτό. To "Έξαψη" (Πατάκης, 2009, σε μτφρ. Γεωργίας Ζακοπούλου)  δεν αποτελεί εξαίρεση.

Η συγγραφέας μας μεταφέρει στον γνώριμό της χώρο – τον μικρόκοσμο ενός χωριού της κεντρικής Γαλλίας. Δεν αναφέρει κάποιο όνομα αλλά πρόκειται για το Issy-l'Évêque στην Βουργουνδία όπου η ίδια κατέφυγε για προστασία μαζί με την οικογένειά της μετά την κατάληψη του Παρισιού από τους Ναζί. Ο αφηγητής του μυθιστορήματος, Σίλβιο, υπερήλικας πλέον και γεροντοπαλίκαρο, έχοντας περιπλανηθεί σε όλη την υφήλιο κάνοντας διάφορες δουλειές, έχει επιστρέψει τώρα στην πατρική γη απολαμβάνοντας μια ήσυχη ζωή με την συντροφιά του σκύλου του, μια υπηρέτριας, ενός μπουκαλιού κόκκινου κρασιού μπροστά στο αναμμένο τζάκι το χειμώνα και περιστασιακές επισκέψεις στην οικογένεια της εξαδέλφης Ελέν. Η ρουτίνα τούτη θα διαταραχθεί βίαια με τον πνιγμό του Ζαν Ντορέν, του γαμπρού της  Ελέν, που σύμφωνα με την μαρτυρία ενός μικρού θα θεωρηθεί φόνος. Οι φήμες μιλούν για αντίζηλους εραστές.

Παρελθόν και παρόν πλέκονται γύρω από τον φόνο και την αναζήτηση του υπαίτιου φανερώνοντας την ίδια στιγμή  την υποκρισία των συγχωριανών, τα οικογενειακά μυστικά και τις μικρές κρυφές τραγωδίες όλων ανεξαιρέτως των αγαπημένων προσώπων του Σίλβιο. Ακόμη κι αυτή, η άμεπτη Ελέν θα ομολογήσει ότι είχε εραστή και μία εξώγαμη κόρη. Η αγνότητα, η συζυγική πίστη και η απιστία περνούν σε πρώτο επίπεδο αφήνοντας για λίγο πίσω τον έρωτα και την απώλειά του. Όσο για την απώλεια της νιότης και τα γηρατειά  αναδύονται ως ισοδύναμα της αγάπης, μιας αγάπης στωικής και καθησυχαστικής, σύμφωνης με την αυστηρή, comme il faux ζωή στην επαρχία. Και σίγουρα, ο γάμος αναδεικνύεται στέρεο έδαφος για να αναπτυχθεί η οικειότητα  και η ευτυχία δύο ατόμων. Ακούγεται σχεδόν υπερβολικό μέσα σε μόλις 200 αραιογραμμένες σελίδες να θίγονται τόσα θέματα ωστόσο η Νεμιρόβσκυ το κάνει με έναν τρόπο πραγματικά αριστοτεχνικό – όμορφες περιγραφές κοινών, τετριμμένων συναισθημάτων χωρίς ένταση παρά μόνο μέσα από υποδόρια ένταση.

Το μυθιστόρημα τούτο θα μπορούσε να είναι απλώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα εάν η ευαίσθητη Νεμιρόβσκυ δεν "χρησιμοποιούσε" τον φόνο για να θέσει ζητήματα, πολλά ζητήματα. Η απώλεια –της αγάπης, του χρόνου και της διάθεσης για ζωή– είναι ένα από αυτά. Το χάσμα των γενεών, που δεν είναι τόσο μεγάλο όπως θα αποδειχθεί, είναι ένα δεύτερο και θα αποτελέσει γι' αυτήν έναν γερό καμβά για να εκθέσει  τις  σχέσεις των ζευγαριών και την αντίθεση μεταξύ γάμου κι έρωτα. Η αγαπημένη εξαδέλφη Ελέν και ο σύζυγός της Φρανσουά Εράρ αποτελούν το ιδανικό κι αξιοζήλευτο αντρόγυνο – η αφοσίωση και η εμπιστοσύνη του ενός συζύγου προς τον άλλο,  η ζεστασιά και η ανοιχτοσύνη του σπιτιού τους είναι ανυπέρβλητο μέτρο σύγκρισης για την νεότερη γενιά: η κόρη της Ελέν, Κολέτ, θα παντρευτεί τον αξιαγάπητο μυλωνά Ζαν Ντορέν μα θα αποτύχει ν' ανταποκριθεί στο πρότυπο της μητέρας της καθώς θα αποκτήσει εραστή. Το ίδιο θα συμβεί και με την συνομήλικη της Κολέτ, την παραγκωνισμένη κοινωνικά Μπριζίτ, η οποία περιμένει να πεθάνει ο υπέργηρος και δύστροπος σύζυγός της, ο μπαρμπα-Ντεκλός, για να παντρευτεί τον εραστή της Μαρκ Ονέτ. 


Η ανάδειξη της πολυπλοκότητας των σχέσεων μέσα από μια απίστευτη απλότητα είναι ένα, αν όχι το κυριότερο, χαρακτηριστικό της γραφής της Ιρέν Νεμιρόβσκυ. Αξιοθαύμαστο, αν αναλογιστεί κανείς την ταραχώδη και μεγαλοαστική ζωή αυτής της γυναίκας που έζησε ως Ρωσίδα μετανάστρια στην Γαλλία θεωρώντας τον εαυτό της ανεπιθύμητο και κουβαλώντας με κόπο την ταυτότητα της Εβραίας, όπως και κάποιοι από τους ήρωες του Φίλιπ Ροθ. Αυτό της έδωσε τον τίτλο της αντισημίτισσας. Θα έλεγα όπως και ο Λουί Φερντινάρντ Σελίν, που ήταν συγγραφικά δραστήριος την ίδια περίοδο με την Νεμιρόσβσκυ, μα υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: ο Σελίν  δικαίως χρεώθηκε  τον αντισημιτισμό του καθώς άφηνε διάχυτα τα εχθρικά προς τους Εβραίους συναισθήματά του να διαπερνούν τα γραπτά και την ίδια την κοινωνική ζωή του ενώ αντίθετα, η Νεμιρόβσκυ περιόρισε αυτήν την έννοια στον εαυτό της. Υποθέτω πως η σκέψη των ναζιστικών στρατοπέδων και του θανάτου είναι ικανή να αιτιολογήσει τούτη την συμπεριφορά της, αυτό όμως είναι κάτι που το αναλύουν καλύτερα οι επιμελητές και συγγραφείς της βιογραφίας της, Ολιβιέ Φιλιππονά και Πατρίκ Λινάρντ, οι οποίοι έγραψαν και τον πρόλογο του βιβλίου. Προσωπικά, δεν βρίσκω κάποιο είδος εχθρότητας προς τους ομόθρησκούς της στα βιβλία της – θεωρώ πως οι δυστροπίες και τα "ηθικά παραπτώματα" (με ή χωρίς εισαγωγικά) των ηρώων της θα μπορούσαν να ανήκουν στον οποιοδήποτε ανθρώπο, ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Παρ΄όλες τις προσπάθειές της να "ξεγίνει" από Εβραία (μεταξύ άλλων, ασπάστηκε τον καθολικισμό), η Ιρέν Νεμιρόβσκυ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς όπου τελικά θανατώθηκε. Ήταν 39 χρονών μα είχε προλάβει να αφήσει ένα σημαντικό έργο πίσω της. Αρκετά βιβλία της, όπως  "Ο κύριος των ψυχών",  είχαν ήδη εκδοθεί πριν τον θάνατό της ενώ άλλα θα εκδοθούν μετά – η "Γαλλική Σουίτα" της  θα αναδυθεί, σχεδόν 70 χρόνια μετά, μέσα από την βαλίτσα με τα χειρόγραφα που είχε εμπιστευθεί στην κόρη της Ντενίζ και θα την καθιερώσει ως μία από τις σημαντικές λογοτεχνικές μορφές του 20ου αιώνα. Τα χειρόγραφα της "'Εξαψης" –που αρχικά προορίζονταν για το τρίτο μέρος της "Γαλλικής Σουίτας"– είχαν δωθεί στον σύζυγο της για δακτυλογράφιση. Με την σύλληψή του, όμως, από τους Ναζί το κείμενο έμεινε ανολοκλήρωτο. Όταν πολύ αργότερα, ανάμεσα στο πλήθος των χειρογράφων της βαλίτσας, βρεθεί το ημερολόγιο εργασίας της Ιρέν θα μπορέσει τελικά να συμπληρωθεί τούτη η αγροτική τραγωδία  με τριάντα γραμμένες μονοκοντυλιά, μισοσβημένες, πυκνογραμμένες σελίδες.

Η έξαψη, ως συναισθηματική κατάσταση με την ελεγχόμενη ένταση που της δίνει η Νεμιρόβσκυ, φτάνει μέχρι το τέλος του βιβλίου όπου, προς έκπληξη του Σίλβιο που εξακολουθεί να την νιώθει ακόμη, τούτη η θέρμη του αίματος θα αποκαλύψη την αιτία της μοναξιάς του. Κι όσο κοινή κι αν είναι η αυτή, η τελευταία του σκέψη την κάνει ξεχωριστή: "Όταν την άφησα να φύγει, την αγαπούσα ήδη λιγότερο."








Σημείωση: Το πρώτο πορτραίτο είναι ενός "Γηραιού κυρίου στην εκκλησία" και ο δεύτερος πίνακας είναι λεπτομέρεια του "The Couple". Και τα δύο ανήκουν στον λεπταίσθητο Ιταλό ζωγράφο Giovanni Boldini. Το καφέ δερμάτινο βαλιτσάκι της φωτογραφίας είναι εκείνο που φύλαξε για 60 χρόνια τα ανέκδοτα χειρόγραφα της Ιρέν Νεμιρόβσκυ.