Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013









Μονόλογος μιας
ανυπεράσπιστης 
σιωπής



Από μικρή είχα πάντοτε δυσκολία  να αποδεχθώ κανόνες,  θέσφατα και παραμύθια που με τοποθετούσαν σε μειονεκτική θέση και μου επέβαλαν πρότυπα λόγω και μόνο του φύλου μου και των φυσιολογικών λειτουργιών του, κάτι που συνέβαινε συχνά λόγω της παράδοσης που προσπαθούσαν να μου μεταλαμπαδεύσουν. Αντίθετα, πίστευα πραγματικά στις δημιουργικά φανταστικές ιστορίες που σου δημιουργούσαν ή σου ενέτειναν την αίσθηση της ελευθερίας όπως κι εκείνες που είχαν κάποια σύνδεση με όσα πραγματικά έβλεπα ή ήθελα να συμβαίνουν γύρω μου.  Τις αποζητούσα όσο τίποτα άλλο.

Γι' αυτό είχα διαβάσει με προσήλωση το θαυμάσιο "Κάιν" του  Ζοζέ Σαραμάγκου όπου ο αγαπημένος παππούς της λογοτεχνίας απομυθοποιεί τον Θεό τοποθετώντας τον απέναντι από το πρώτο κακοποιό στοιχείο της ανθρωπότητας, τον Κάιν, και συνομιλούν. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν κάτι το αιρετικό, εγώ έβλεπα κάτι ανατρεπτικότατο μεν αλλά απόλυτα ανθρώπινο και φυσιολογικό. 

Σκεφτείτε, λοιπόν τώρα, τον ενθουσιασμό μου που ένας τους πιο σπουδαίους συγγραφείς της Ιρλανδικής λογοτεχνίας, ο Colm Tóibín, ασχολείται κι αυτός με τον εξανθρωπισμό ενός ακόμη ανώτατου θρησκευτικού προσώπου. Στο πρόσφατο  "The Testament of Mary" (Penguin, 2013) που είναι ήδη στην μικρή λίστα των υποψηφίων για το φετινό Man-Booker Prize, δίνει φωνή στην Μαρία, την μητέρα του Χριστού, και καταγράφει την δική της μαρτυρία για την ζωή του γιου της από την μικρή του ηλικία μέχρι και λίγο μετά την Σταύρωση.  


Η ανάγνωση ξεκινά από το παρόν της Μαρίας. Αρκετά χρόνια μετά την Σταύρωση, βρίσκεται απομονωμένη στην Έφεσο,  σ' ένα σπίτι που της εξασφαλίζει την ανωνυμία και την προστασία από Ρωμαίους αξιωματικούς και φανατικούς της εξουσίας που μετά την Σταύρωση κυνήγησαν τους ακολούθους και υπερασπιστές του τότε δόγματος που διακήρυττε ο γιος της - σ' όλο το βιβλίο η Μαρία αποφεύγει να κατονομάσει τον γιο της με το όνομά του. Είναι απλώς "ο γιος μου", "εκείνος που ήταν εδώ", "εκείνος για τον οποίο ενδιαφέρεστε" όταν απευθύνεται στους επισκέπτες της. Η Μαρία πενθεί το παιδί της και θέλει να συνεχίσει να το κάνει στην ησυχία και το σκοτάδι του σπιτιού της, αλλά δεν μπορεί.

Δύο από τους μαθητές του γιου της την επισκέπτονται σε τακτική βάση για να αποτυπώσουν στο χαρτί την μαρτυρία της - από τις περιγραφές, μπόρεσα να ξεχωρίσω τον έναν που πρέπει να είναι ο Ιωάννης που συγγράφει το ευαγγέλιό του. Οι δύο απόστολοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα γεγονότα παρά για το τί αληθινά συνέβη - της ζητούν συγκεκριμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που της απευθύνουν με σκοπό να στηρίξουν τους ισχυρισμούς και τα κηρύγματα του δασκάλου τους. Η Μαρία, ωστόσο,  θα επιμείνει στην αλήθεια - των γεγονότων και τη δική της - ακόμη κι αν αυτό κάνει τους δυο αποστόλους να δυσανασχετούν. "...they think I do not see the point of their questions and do not notice the cruel shadow of exasperation that comes hooded in their faces or hidden in their voices when I say something vague or foolish, something which leads us nowhere. When I seem not to remember what they think I must remember. They are too locked into their vast and insatiable needs and too dulled by the remnants of a terror we all felt then to have noticed that I remember everything. Memory feels my body as much as blood and bones. 
    I like it that they feed me and pay for my clothes and protect me. And in return I will do for them what I can, but no more than that. Just as I cannot breathe the breath of another or help the heart of someone else to beat or their bonew not to weaken or their flesh not to shrieve, I cannot say more than I can say. And I know how deeply this disturbs them..." 


Πεζογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός και ποιητής, ο Ιρλανδός λογοτέχνης καταφέρνει  να αναπαραστήσει μια ολόκληρη εποχή, κυρίως όμως έναν σύνθετο και πολυδιάστατο  γυναικείο χαρακτήρα με τρόπο εντυπωσιακό. Η Μαρία που μας δίνει ο συγγραφέας είναι μία μητέρα που πενθεί αλλά το ύφος της δεν είναι καθόλου μοιρολατρικό. Είναι πικρό, όταν συνειδητοποιεί πως ο γιος της μεγάλωσε και αποκόπηκε από αυτήν. Γεμάτο ανησυχία και απορία για εκείνους που συναναστρέφεται το παιδί της - αποκαλεί τους μαθητές του "απροσάρμοστους", "ανόητους", "δύστροπους". Με παράπονο ίσως καθώς διαπιστώνει πως ο γιος της έχει πια μεγαλώσει κι αναλάβει την ευθύνη της ζωής του. Με πόνο και φροντίδα που δεν μπορεί να σταματήσει να νιώθει για το παιδί της όταν το βλέπει να βασανίζεται. Ακόμη και οργισμένη γίνεται η φωνή της. Και υπάρχουν στιγμές που η ίδια γίνεται επιθετική για να προστατεύσει την μνήμη και τα ενθύμια της - όταν ένας από τους αποστόλους πάει να καθήσει στην καρέκλα που η Μαρία κρατά αχρησιμοποίητη με την ελπίδα πως εκείνος θα επιστρέψει, δεν διστάσει να τραβήξει  μαχαίρι.

Εκτός από την παρατηρητικότητα της Μαρίας, που φανερώνει ανύπωτες πτυχές της Ιστορίας – πόσο μα πόσο σύγχρονο μου φάνηκε το σχόλιό της για τον πλούτο και την επίδειξη των γαμήλιων δώρων στον γάμο της Κανά! – ο Τόιμπιν δίνει στην αφηγήτριά του μια επίμονα κριτική σκέψη. Όταν δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που συμβαίνει, η Μαρία, που πράγματι αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις του υπερφυσικού, εμμένει στην λογική. Για παράδειγμα, όταν σκέφτεται για τότε που ο γιος της περπάτησε πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας - "he was doing what no one else could do. There must have been other stories, and perhaps this one I heard only in part, perhaps something else happened, or perhaps there was no wind, or he calmed the wind. I do not know."  Σε όλο τον μονόλογό της η Μαρία διατηρεί έναν ορθολογικό τρόπο για να βλέπει τα πράγματα και να αμφισβητεί εκείνο που προσπαθούν να της επιβάλλουν. Ακόμη κι όταν, στην πιο συνταρακτική στιγμή του βιβλίου, τη Σταύρωση, συνειδητοποιεί πως η ίδια δεν είναι εκείνος παρά ένας άλλος, διαφορετικός άνθρωπος που αφήνει στο τέλος να τη νικήσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.  "...despite all of this, the pain was his and not mine. (...) I would leave him to die alone if I had to. And that is what I did."


Είναι η πρώτη φορά που διαβάζω κάτι του Κολμ Τόιμπιν και μάλιστα στο πρωτότυπο και ομολογώ πως το ύφος του είναι υπέροχο, η γλώσσα του γοητευτική - τόσο λιτή, βαθιά, λυρική... Και να σκεφτεί κανείς πως τούτη η νουβέλα ήταν αρχικά ένας αποτυχημένος εισπρακτικά θεατρικός μονόλογος. Μετά από πρόταση του εκδότη του, ο Τόιμπιν ξεκινά την προσαρμογή του σε μυθιστόρημα. Αντί όμως να προσθέσει κείμενο και επεξηγηματικές περιγραφές, όπως συνήθως γίνεται, ο Τόιμπιν αποφασίζει να το "κλαδέψει" ανελέητα. Εξ ού και οι μόλις 101 σελίδες του (τόσες είναι μόνο το αμιγές κείμενο στην αγγλική έκδοση), γεγονός που συζητείται πολύ μιας και πρόκειται για το πιο ολιγοσέλιδο υποψήφιο βιβλίο ever στον θεσμό των βραβείων Booker.“Είναι συμπαγές, αλλά είναι επίσης πυκνό και εκτεταμένο. Είναι  ένα μικρό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα, όμως, που αισθανθήκαμε πως αγγίζει μακροπρόθεσμα την μνήμη.” είπε ένας από τους κριτές.

Νουβέλα ή μυθιστόρημα, πρωτότυπο, αιρετικό ή απλώς η απάντηση του συγγραφέα στον αυστηρό Καθολικισμό που βίωσε στην παιδική του ηλικία, το βιβλίο παραμένει επιβλητικό. Απίστευτα τρυφερό και γήινο. Συγκινητικό, όσο και σκληρό. Ζοφερό, αποτρόπαιο όσο και έξυπνο, κομψό, διεισδυτικό. Μια ιστορία για τους αφανείς κι αδύναμους που τελικά έχουν φωνή. "And I am whispering the words, knowing that words matter, and smiling as I say to them to the shadows of the gods of this place who linger in the air to watch me and hear me."





Σημειώσεις: Ακούστε εδώ τον συγγραφέα να διαβάζει ένα απόσπασμα του βιβλίου και να συζητά με τα μέλη της λέσχης ανάγνωσης της Guardian. Η πρώτη φωτογραφία είναι από την αφίσα του θεατρικού έργου με πρωταγωνίστρια, στο δεύτερο ανέβασμά του στο Μπρόντγουέι, την Fiona Shaw (ξέρετε, των "Ευτυχισμένων ημερών" και του Χάρρυ Πότερ). Το εικαστικό είναι το "Σπουδή μιας Πενθούσας Γυναίκας" του Michelangelo, σχέδιο που ανακαλύφθηκε μόλις το 2001.  

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013










Autumn Leaves


The autumn leaves
Of red and gold
I see your lips
The summer kisses
The sunburned hands
I used to hold
Since you went away
The days grow long
And soon I'll hear
Old winter's song
But I miss you most of all
My darling
When autumn leaves
Start to fall





C'est une chanson
Qui nous resemble
Toi qui m'aimais
Et je t'aimais
Nous vivions tous
Les deux ensemble
Toi qui m'aimais
Moi qui t'aimais
Mais la vie separe
Ceux qui s'aiment
Tout doucement
Sans faire du bruit
Et la mer efface sur le sable
Les pas des amants desunis 






Σημειώσεις:   Το πρώτο ποίημα είναι η απόδοση στα αγγλικά των στίχων του  "Les Fuilles Mortes"  από τον Johnny Mercer. Ακολουθούν οι αυθεντικοί στίχοι του Jacques Prévert στα γαλλικά.  Η φωτογραφία είναι δική μου, παλιά - δεν έχω "καλό χέρι" αλλιώς θα φωτογράφιζα το μικρό κίτρινο φύλλο που μπήκε από την ανοικτή μπαλκονόπορτα σήμερα το απόγευμα και ήρθε και κάθησε στα πόδια μου...   


UpDate: Όπως παρατήρησε η καλή φίλη του μπλογκ Ε.Γ. τα δύο ποιήματα είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους για να συνδέονται μεταφραστικά. Δεν μπορώ να ξέρω που οφείλεται αυτό αλλά υποθέτω πως η σχέση τους είναι το γνωστό μουσικό κομμάτι - δλδ ο Mercer απέδωσε πολύ ελεύθερα τους στίχους για να προσαρμοστούν καλύτερα στην μουσική.  Εάν ξέρετε κάτι διαφορετικό, πείτε μου.

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2013







Κρίσεις


 
Το συγγραφικό έργο της Rebecca Miller είναι σχεδόν άγνωστο στην χώρα μας  παρ' όλο που έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορούν τρία βιβλία της. Το πιο πρόσφατο είναι η συλλογή διηγημάτων  με τον τίτλο "Προσωπική Ταχύτητα" (μτφρ. Μάρας Μοίρα - Πατάκης, 2009) - ένα βιβλίο με επτά βασικές και σκούρες αποχρώσεις του γυναικείου ψυχισμού, όσες και οι ηρωίδες του βιβλίου.  Επτά γυναίκες, επτά διαφορετικές ιστορίες, ένα κοινό στοιχείο - η στιγμή της μεγάλης κρίσης. Το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι, που θα έλεγε κι ο Καβάφης, είναι εκείνο που καταβάλει τις γυναίκες των διηγημάτων. 


Η Γκρέτα είναι μία 28χρονη επιμελήτρια βιβλίων μαγειρικής γνωστή για την αυστηρότητα στην δουλειά της. Είναι παντρεμένη με τον ήπιων τόνων Λι αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να τον απατά - και στις δύο περιπτώσεις ενεργεί για να πάει κόντρα στον πατέρα της και σε όσα εκείνος θεωρεί πως θα έπρεπε να γίνει η κόρη του. Όταν ο ανερχόμενος συγγραφέας  Θάβι Μάτολα την ζητά επίμονα για να επιμεληθεί το νέο του μυθιστόρημα, η Γκρέτα θα δεχθεί την πρόταση του. Μαζί με την επιμέλεια θα δεχθεί και τις ερωτικές διαθέσεις του. Το βιβλίο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, η δουλειά της θα αναγνωριστεί, η ίδια θα γίνει περιζήτητη και οι σχέσεις με τον πατέρα της αναθερμαίνονται - στο επίσημο πάρτυ που διοργανώνει προς τιμήν της, "Κάποια στιγμή, κατά την διάρκεια του δείπνου κάποιος έριξε μια μπηχτή για την εξαφάνιση της Γκρέτα όλα αυτά τα χρόνια και το πόσο καλά ήταν τώρα. ¨Να σας πω' είπε ο Άβραμ, βάζοντας το χέρι του γύρω από τους ώμους της Γκρέτα. 'Ο καθένας έχει την προσωπική του ταχύτητα'."  Μετά από αυτή την τριπλή επιτυχία (του βιβλίου, της ίδιας ως επιμελήτριας και ως κόρης) η Γκρέτα θα παραδεχθεί πως έχει πολλά αποθέματα φιλοδοξίας για να παραμείνει στον μικρό εκδοτικό οίκο που δούλευε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και στον γάμο της με τον Λι...

Η Ντέλια, η άλλοτε "τσούλα" της τάξης της, αποφασίζει στα 29 της να εγκαταλείψει τον βίαιο άντρα της παίρνοντας μαζί και τα τρία παιδιά της. Μετά την φιλοξενία της σε άσυλο για κακοποιημένες γυναίκες, επιστρέφει στην πόλη όπου μεγάλωσε και βρίσκει καταφύγιο στο γκαράζ μιας παλιάς της συμμαθήτριας την οποία είχε χρόνια να δει. Δουλεύει ως σερβιτόρα στο τοπικό εστιατόριο και η ζωή της κυλά μέσα σ' ένα τέλμα το οποίο φαίνεται πως δεν μπορεί να αποφύγει. Ώσπου μία βόλτα στον αυτοκινητόδρομο με τον γιο της συναδέλφισσάς της την κάνει να σκεφτεί κάπως αλλιώς.

Η Λουίζα έγινε ζωγράφος για να εκδικηθεί την μητέρα της, μια άβουλη και συνεσταλμένη γυναίκα που έγινε κατά τύχη διάσημη καλλιτέχνιδα όταν, στο μάθημα κεραμικής στο τοπικό εργαστήριο, τα κεραμικά τασάκια της εκτιμήθηκαν ως πρωτοποριακά. Στα 30 της, η Λουίζα έχει ήδη δέκα χρόνια "περιπλάνησης" και συναισθηματικής κακοποίησης σε ανδρικά κρεβάτια προσπαθώντας να καλύψει τόσο την οργή για την μητέρα της όσο και την έλλειψη του δίδυμου αδερφού της που γεννήθηκε νεκρός. Αφήνοντας την πρώτη μεγάλη έκθεση ζωγραφικής της στα σκαριά, η Λουίζα επιστρέφει στο πατρικό της όπου θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τόσο τον αόρατο αδερφό όσο και την προβληματική σχέση με την μητέρα της.

Η Τζουλιάν  στα 41 της αρχίζει να αμφιβάλλει για την εμφάνισή της και να δυσανασχετεί για την (πολύ) υποδιέστερη ποιότητα των ποιημάτων της σε σχέση μ' εκείνα του συζύγου της,  του αναγνωρισμένου ακαδημαϊκού Τζόε. Μπροστά στην αγάπη της κόρης της για τον πατέρα της αμφισβητεί και την ίδια την υπόστασή της - θα είναι πάντα η όμορφη νοσοκόμα του καλλιεργημένου ποιητή; Πηγαίνοντας την κυρία Ντόυλ, την οικιακή βοηθό, στο σπίτι της μετά από μια ξαφνική αδιαθεσία, η Τζουλιάν θα πάψει να κατακρίνει
το επερχόμενο γήρας - μέσα και πάνω της.

Η Μπρύνα (41) δουλεύει ως οικιακή βοηθός στο σπίτι της Τζουλιάν. Παντρεμένη με ένα γεωργό και με τα παιδιά της ήδη μεγάλα και μακριά από το σπίτι, ζει την απόλυτη ανία. Επιπλέον, υπομένει την δύστροπη πεθερά της η οποία τα τελευταία 27 χρόνια έχει κάνει κατάληψη στην μοναδική πολυθρόνα της κουζίνας επιβλέποντας τα πάντα μέσα στο σπίτι. Ο κόσμος της φαντασίας είναι εκείνος που την βοηθά να ανταπεξέλθει, όχι όμως πάντα - όπως εκείνη την φορά που η πεθερά της την αντεκδικήθηκε όταν την είδε να κάθεται στην πολυθρόνα της.

Η εννιάχρονη Νάνσυ, παρακολουθεί τους γονείς της να συναναστρέφονται με εγκαρδιότητα τους φίλους και γνωστούς τους και να ετοιμάζονται για πάρτυ και κοινωνικές εκδηλώσεις της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης, ενώ η ίδια μένει πίσω με ρητές εντολές για το τί θα κάνει, πόση ώρα θα δει τηλεόραση και τι ώρα θα πάει για ύπνο.  Για να τραβήξει λίγη από την προσοχή και την φροντίδα των γονιών  της παίζει διάφορα περίεργα παιχνίδια - το πιο ακίνδυνο είναι να μετρά την ώρα που μπορεί να μείνει αθέατη στο ίδιο δωμάτιο με τον πατέρα της πριν εκείνος την ανακαλύψει. Το πιο επικίνδυνο, να παίζει με τις ζωές της φίλης της και του χάμστερ που κρατά στο δωμάτιό της. Οι γονείς της, από την άλλη, θεωρούν πως η σωστή αντιμετώπιση της μικρής με τα συμπεριφορικά προβλήματα και την παραβατική συμπεριφορά είναι η ψυχολόγος που έχουν προσλάβει ως νταντά.

Η Πόλα, τέλος, μετά από έναν καβγά με τον φίλο της φεύγει από το σπίτι και πηγαίνει με τις φίλες της σ' ένα μπαρ. Εκεί γνωρίζει έναν τύπο από τη Νορβηγία. Περπατώντας αργότερα προς το σπίτι του θα αλλάξουν θέσεις και δευτερόλεπτα αργότερα ένα αυτοκίνητο θα τον χτυπήσει. Ο Νορβηγός θα πεθάνει ακαριαία και η Πόλα θα το σκάσει τρομοκρατημένη με την σκέψη πως θα μπορούσε να ήταν εκείνη στην θέση του. Στον δρόμο προς το πατρικό της, θα περιμαζέψει και θα περιποιηθεί έναν κακοποιημένο έφηβο ο οποίος άθελά του θα "εκβιάσει" την απόφαση της Πόλα για το μέλλον της σχέσης της και του παιδιού που κυοφορεί. 




Πως επιλέγουμε; και γιατί; Τι είναι αυτό που μας κάνει να επιλέγουμε; Κατά πόσο η κάθε επιλογή μας είναι ολόδική μας και κατά πόσο επηρρεάζεται από τους άλλους, τις πρότερες εμπειρίες μας ή ακόμη και την Ιστορία; Τα ερωτήματα  που ενθουσιάζουν την Ρεμπέκα Μίλλερ είναι ωραία μα δύσκολα όπως είναι, επίσης, και η έννοια και η πράξη της διαφυγής που επίσης την απασχολούν. Ίσως επειδή οι γυναίκες καλούνται να δώσουν υπόσταση σε τούτα τα ερωτήματα πολύ συχνά και οι αποφάσεις τους επηρρεάζουν τους πολλούς και σημαντικούς μικρόκοσμους που διαχειρίζονται. 

Ακόμη ένα βιβλίο για τις γυναίκες και την σκληρή αμερικανική πραγματικότητα, θα σκεφτείτε αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.  Σ' αυτά τα διηγήματα, με την στρωτή δομή, το πολύ γρήγορο τέμπο και τη φειδωλή  γλώσσα, το αξιοπρόσεκτο είναι  το τέλος τους - ένα τέλος ανοικτό και ιδιαίτερα επιτυχημένο, χωρίς αυτό να σημαίνει ευτυχές. Δεν είναι. Τουλάχιστον δεν μπορείς να το δεις αμέσως. Και ναι μεν οι ηρωίδες ανταποκρίνονται στο ύψος των περιστάσεων ωστόσο κάποιες από αυτές διαψεύδουν τις ίδιες τις επιθυμίες τους - από τη μια, η Γκρέτα αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Λι και να προχωρήσει στην επόμενη φάση της ζωής της, και η Ντέλια να ξεφύγει από την βιαιότητα και να επιστρέψει τελικά στον παλιό της εαυτό. Από την άλλη, η Λουίζα συμβιβάζεται με τις καταστάσεις κι αποδέχεται την μητέρα της και η Τζουλιάν συνεχίσει την τακτοποιημένη κι άνετη ζωή της δίπλα στον υπερήλικα Τζόε για χάρη της αγαπημένης της κόρης. Η Μπρύνα δεν αποδρά σωματικά αλλά επιλέγει να αγνοήσει επιδεικτικά την γριά πεθερά της ενώ η Πόλα επιστρέφει, τελικά, στον φίλο της με διάθεση συμφιλίωσης.  Διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικές επιλογές. Όποια όμως κι αν είναι η επιλογή των γυναικών αυτών, η Ρεμπέκα Μίλλερ δεν τις επικρίνει. Δεν τους προσδίδει ούτε ίχνος ήττας. Αντίθετα, όλες οι επιλογές αποπνέουν μια αίσθηση εσωτερικής δύναμης κι ελευθερίας - παράδοξο αυτό εν μέρει αλλά όμορφο.



Με γονείς διάσημους και καταξιωμένους καλλιτέχνες, τον συγγραφέα Άρθρουρ Μίλλερ και την Αυστριακής καταγωγής φωτογράφο Ίνγκε Μόραθ, σύζυγο τον επίσης διάσημο και καταξιωμένο ηθοποιό Ντάνιελ Ντέι Λιούις -δεν χρειάζεται λινκ εδώ, όλες και όλοι τον γνωρίζουμε- και με καλλιτεχνικές σπουδές, η Ρεμπέκα Μίλλερ  πειραματίστηκε αρχικά με την ζωγραφική. Αργότερα, εργάστηκε ως ηθοποιός σε χολλυγουντιανές παραγωγές, και κατόπιν ασχολήθηκε   με την συγγραφή και  την σκηνοθεσία γράφοντας και μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη τα βιβλία της. Η τελευταία ταινία της "Οι κρυφές ζωές της κυρίας Λι" (2009) πέρασε σχεδόν απαρατήρητη - μού είχε αρέσει, θυμάμαι, η απλότητα της κινηματογραφικής αφήγησης και η "σκοτεινή"  ανατροπή της πλοκής. Πιο παλιά, (2002), η κινηματογραφική μεταφορά τριών διηγημάτων από την συλλογή, που παρεμπιπτόντως ήταν το πρωτόλειό της, το "Προσωπική ταχύτητα: Τρία Πορτραίτα",  απέσπασε το βραβείο της Μεγαλης Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ του Sundance και την καθιέρωσε ως σκηνοθέτιδα.

Τόσο για την ταινία όσο και για την πεζογραφική εκδοχή τους που προηγήθηκε, οι ξένες κριτικές μιλούν με επαινετικά λόγια. Δεν έχω δει την ταινία, αλλά  στο βιβλίο μπορώ να διακρίνω πολλά θετικά στοιχεία,  αν και μ' έβαλε σε σκέψεις για το αν η Μίλλερ
πεζογραφεί ή σεναριογραφεί καθώς 3 από τα 5 βιβλία της έχουν γυριστεί άμεσα σε ταινία από την ίδια ενώ έχει γράψει και το σενάριο μίας ακόμη ταινίας, της "Angela" με την οποία έκανε το σκηνοθετικό της ντεμπούτο. Όποιος κι αν είναι ο λόγος που γράφει, τελικά, το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον διότι η Μίλλερ παρατάσσει τις προτάσεις δίχως να την νοιάζουν και πολύ η σύνταξη, οι σύνδεσμοι και η σωστή μορφολογία μιας πρότασης κι αυτό δίνει ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Μην φανταστείτε κάτι άναρχο και δυσκολονόητο αλλά κάτι έντονα προφορικό με προσεγμένο λόγο - σαν να είναι απένταντί σου και να σού διηγείται η ίδια την ιστορία. 

Ωστόσο,
δεν μπορώ να συμμεριστώ τον ενθουσιασμό των ξένων εντύπων καθώς στην παρούσα έκδοση προβάλλουν συνεχώς εμπόδια στην ανάγνωση - αν και στο πρωτότυπο το κείμενο έρρεε με φυσικότητα, εδώ αρκετές λέξεις μοιάζουν εξεζητημένες και με έκαναν ν' αναρωτιέμαι αν ήταν πράγματι εμπνευσμένες επιλογές της συγγραφέως ή ατυχείς επιλογές απόδοσής τους από την μεταφράστρια. Επιπλέον, ο τονισμός των μονοσύλλαβων ονομάτων είναι επιλεκτικός - άλλα ονόματα ακολουθούν τον κανόνα (δλδ δεν τονίζονται, βλ. Γκριν, Μπρουκ) ενώ άλλα τονίζονται κατ' επανάληψη (βλ. Ντιούν). Ορισμένες από τις επεξηγηματικές σημειώσεις, επίσης, σε αποσπούν από το κυρίως κείμενο για να σού δώσουν στοιχεία που είναι είτε περιττά (βλ. σελ. 107  όπου  παρατίθενται στα αγγλικά οι αρχικές ονομασίες χρωμάτων ζωγραφικής χωρίς αυτό να εξυπηρετεί την πλοκή ή να έχει κάποια χρησιμότητα στην πληρέστερη κατανόηση του κειμένου), είτε ελλειπή (βλ. σελ.169 όπου δίνονται πολλές γενικές πληροφορίες σχετικά με το τραγούδι που ακούει ο πατέρας της Νάνσυ, το "Το κορίτσι από την Ιπανέμα", ενώ δεν κατονομάζονται τα βασικά στοιχεία του, δλδ το όνομα συνθέτη και της ερμηνεύτριας). Λεπτομέρειες θα μου πείτε, αλλά...

 

Σε τούτα τα κείμενα, που θα μπορούσαν  να μάς συστήσουν μία πιθανή θηλυκή εκδοχή του Χέμινγουέι για την σταράτη αφήγηση των περιστατικών, του Ρέιμοντ Κάρβερ για την φυσικότητα με την οποία η Μίλλερ αφηγείται βίαια, γκροτέσκα, μίζερα περιστατικά απο την αμερικανική πραγματικότητα, ή ακόμη και της Βιρτζίνιας Γουλφ για τον σφιχτό και σαν συνειρμικό λόγο της, εκείνο που σου μένει, τελικά, δεν έιναι η αύρα ενός πρωτότυπου κι αυθεντικού ύφους αλλά η αίσθηση του ατελούς. 




Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο αξιόλογο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand, την Τρίτη 23.07.13 με τον τίτλο "Επτά στιγμές κρίσης" κι ελαφρώς διαφοροποιημένη εικονογράφηση.




 

Σημείωσεις: Οι πρώτοι δύο πίνακες ανήκουν σ' ένα από τα τρομερά παιδιά των Young British Artists, τον Gary Hume και είναι οι: "Abby 1" και "Their middle child" αντίστοιχα. Το "Loiseaux bleu et gris"  είναι του  George Braque. Η φωτογραφία της συγγραφέως αντλήθηκε από εδώ.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013








"Θυμήθηκα 
το πρώτο μου έργο. 




Ήταν ποίημα. Είναι τόσο φυσικό οι πρώτες σκέψεις, τα πρώτα μας συναισθήματα να πάρουν ένα ρυθμό μέσα μας και να εκδηλωθούν σε στίχους! Ο άνθρωπος είναι όπως ο Κόσμος, ή μάλλον ο Κόσμος είναι όπως ο άνθρωπος. Και τα δύο αυτά όντα, που τὄνα αποτελείται από το άλλο, πρώτα τραγούδησαν και ύστερα μίλησαν."








Σημείωση: Το πιο πάνω απόσπασμα προέρχεται από το  διήγημα του Μ.Καραγάτση "Πώς άρχισα να γράφω" που βρίσκεται στη συλλογή "Νεανικά Διηγήματα" (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1993).

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013









Feelings, ghosts and shapes 
into a living spirit

  
"Μολονότι δεν είχα το προνόμιο να υποστώ το χιτλερικό Ολοκαύτωμα, έζησα στη Νέα Υόρκη μαζί με πρόσφυγες της μεγάλης δοκιμασίας. Έτσι, σπεύδω να πω ότι σ' αυτό το μυθιστόρημα σε καμμία περίπτωση δεν είναι η αντιπροσωπευτική ιστορία ενός πρόσφυγα, της ζωής και της βιοπάλης του."  Έτσι προλογίζει ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ το βιβλίο του "Εχθροί, μια ερωτική ιστορία" (μτφρ. Βασίλης Αμανατίδης - Καστανιώτης, 2009) στο οποίο οι πρωταγωνιστές του, όπως και στα περισσότερα έργα του άλλωστε, εκτός από θύματα της προσωπικότητάς τους και της μοίρας είναι επιπλέον και θύματα του ναζισμού. 

Έχοντας επιζήσει από το Ολοκαύτωμα, ο Χέρμαν μεταναστεύει στην Αμερική, παίρνοντας μαζί του την Πολωνο-εβραία υπηρέτρια που είχαν στο πατρικό του και η οποία του έσωσε τη ζωή - για τρία χρόνια, και με κίνδυνο να συλληφθεί όλη η οικογένειά της, η Γιάντβιγκα τον συντηρούσε και τον φρόντιζε καθημερινά στον αχυρώνα του σπιτιού της όπου τον είχε κρύψει από τους Ναζί. Για να ανταποδώσει την γενναιόδωρη αυτοθυσία της, ο Χέρμαν την παντρεύεται. Παράλληλα όμως διατηρεί ερωτική σχέση με την Μάσα, μια νευρωτική και παθιασμένη γυναίκα που επέζησε από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης και προσπαθεί τώρα να ζήσει τη ζωή ως το μεδούλι. Μαζί μοιράζονται τις ερωτικές εμμονές τους, κάτι που βοηθά και τους δυο να υπάρξουν στο παρόν, και μόνο σ'αυτό.  


Η διατήρηση μιας ισορροπίας δεν είναι εύκολη υπόθεση για τον Χέρμαν - η απλοϊκή Γιάντβιγκα, που συμπεριφέρεται ακόμη σαν υπηρέτρια, στην αρχή τον εμπιστεύεται απόλυτα όταν της λέει ότι δουλεύει ως πλασιέ βιβλίων και η δουλειά απαιτεί πολλά μακρινά ταξίδια που, βεβαίως, διαρκούν πολλές ημέρες. Αργότερα, όμως, ξεμυτίζοντας διστακτικά από το διαμέρισμά τους και πιάνοντας φιλίες με γειτόνισσες που την νουθετούν καταλλήλως, η Γιάντβιγκα αρχίζει να αντιδρά για τις απουσίες του Χέρμαν ο οποίος, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά ένας συγγραφέας-φάντασμα στην υπηρεσία του πλουσιότατου και κοινωνικότατου πλην όμως αμόρφωτου ραββίνου Λάμπερτ και τις ημέρες που "εργάζεται" ως πλασιέ σε εκτός έδρας ταξίδια τις περνά στο διαμέρισμα της Μάσα η οποία
αν και ξέρει για την Γιάντβιγκα, δεν την απασχολεί ιδιαίτερα η ύπαρξη της. Εκεί, συμβιώνει επίσης με την μητέρα της Μάσα η οποία τηρεί απαρέγκλητα τους κανόνες, τα έθιμα και τη λατρεία της εβραϊκής θρησκείας. Και παρόλο που η σχέση της κόρης της αντιβαίνει όλα τα παραπάνω, η Σίφρα Πούαχ έχει βρει έναν δικό της τρόπο να αποδεχθεί την αμαρτία της κόρης και τον κατά τα φαινόμενα συνετό Χέρμαν.

Η κατάσταση γίνεται ιδιαίτερα φορτική όταν η Μάσα μένει έγκυος. Ο Χέρμαν αρχίζει να παραμελεί ολοφάνερα και συστηματικά τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και να περιφέρεται στην Νέα Υόρκη με ύφος μονίμως προβληματισμένο έως παρανοϊκό, χαμένος στις σκέψεις και τα ψέματά του - εκτός από την Γιάντβιγκα,  έχει πει ψέμματα και στον ραββίνο Λάμπερτ, ότι δλδ μένει στο διαμέρισμα ενός φίλου ο οποίος δεν έχει τηλέφωνο.
Ο Χέρμαν ψεύδεται ακόμη και στον εαυτό του. Ωστόσο, εκείνο που πραγματικά αναδύεται μέσα από τα ψέματά του είναι ο φόβος - ανίκανος για οποιαδήποτε μορφής δέσμευση κι έχοντας χάσει την πίστη του στον Θεό και κάθε έννοια σκοπού ή ελπίδας, αποφεύγει τους πάντες, όπως αποφεύγει και την αληθινή ζωή και συμβιβάζεται με μισά: μισή ζωή με την Γιάντβιγκα, η άλλη μισή με τη Μάσα, κάποιο μισό κομμάτι, επίσης, στα γραπτά του ραββίνου.

Τη στιγμή που ο Χέρμαν έχει, επιτέλους, αποφασίσει να παντρευτεί (με θρησκευτικό γάμο και κρυφά από όλους) την Μάσα, εμφανίζεται στην κυριολεξία από το πουθενά  η Ταμάρα, η νόμιμη πρώτη σύζυγος του Χέρμαν με την οποία ήταν παντρεμένος πίσω στην Πολωνία. Η Ταμάρα  και τα δύο τους παιδιά είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, και με βάση μαρτυρίες, όλοι τούς θεωρούσαν νεκρούς. Έκαναν όμως λάθος. Η Ταμάρα είχε γλιτώσει και δραπετεύσει στη Μόσχα κι από εκεί μετανάστευσε στο τώρα και στη Νέα Υόρκη. Η αμφίβολη ισορροπία του Χέρμαν κλονίζεται ενώ η Γιάντβιγκα, που την αναγνωρίζει αμέσως,  παθαίνει σοκ νομίζοντας πως είναι φάντασμα.



Η τραγωδία, η έκσταση και η μοίρα των ανθρώπων είναι ο βασικός καμβάς στην πεζογραφία του Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ και τα προσεγγίζει -διϋλίζει, θα έλεγα, με τον τρόπο που γράφει- μέσω του Εβραϊσμού. Εδώ όμως δεν τον απασχολεί τόσο έντονα η θρησκευτικότητα του Χέρμαν, ούτε κάποια άλλη έκφρασή της. Εκείνο που βαραίνει την πένα του Σίνγκερ είναι το ζήτημα του Εαυτού και η θέση του στον καινούργιο κόσμο που δημιουργείται  μετά το τέλος του 2ου ΠΠ - η πολύβουη και "άυπνη" Νέα Υόρκη του '49 είναι μία μεγαλούπολη που ακόμη και μέσα στον ζόφο της εποχής βρίσκεται σε μόνιμη κίνηση προς ολοταχώς. "Η εποχή του φύρδην-μίγδην. Να δουλεύεις στα γρήγορα, να τρως στα γρήγορα, να μιλάς στα γρήγορα,  ακόμη και να πεθαίνεις στα γρήγορα. (...) Ο ίδιος ο χρόνος πιέζεται να βρει χρόνο μες τον οποίο θα φέρει σε πέρας τα καθήκοντα που μόνος του ανέλαβε μέσα στο αχανές διάστημα, σε άπειρες διαστάσεις."

Αυτό φαντάζει Γολγοθάς για τον Χέρμαν που η ματιά του μετατρέπει την Ν.Υόρκη σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης, με τις μνήμες να επιστρέφουν σαν σε καλειδοσκόπιο. Εκτός από τις σαββατιάτικες βόλτες με την Γιάντβιγκα στο Μπόρντγουοκ (η ξύλινη εξέδρα για πεζούς και οχήματα που βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Μπρούκλιν, κατά μήκος του ωκεανού, με λούνα παρκ, ψυχαγωγικά κέντρα, κ.λπ.) οποιαδήποτε άλλη διαδρομή κι αν ακολουθεί ο Χέρμαν μετατρέπεται σε αγώνα ταχύτητας για να προλάβει τις αποστάσεις και τις διαθέσεις του οι οποίες συνεχώς μεταβάλλονται. "Ο Χέρμαν ανέβηκε μέχρι και το δεύτερο πλατύσκαλο και σταμάτησε - όχι από κούραση, αλλά γιατί χρειαζόταν χρόνο για να συμπληρώσει μια φαντασίωση. Τι θα γινόταν αν η γη χωριζόταν στα δύο, ακριβώς ανάμεσα στο Μπρονξ και το Μπρούκλιν; Αυτός θα έπρεπε να παραμείνει εδώ. Εκείνο το μισό που είχε πάνω του τη Γιάντβιγκα θα έλκονταν προς ένα διαφορετικό αστερισμό, από ένα άλλο άστρο. Τι θα γινόταν τότε;"

Τούτη η αμφιθυμία είναι ένα ακόμη στοιχείο των πρωταγωνιστών του Ι.Μ.Σίνγκερ οι περισσότεροι από τους οποίους παλινδρομούν μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας. Οι στάχτες και τα φαντάσματα του Ολοκαυτώματος, η αιώνια ενοχή -που θαρρώ πως είναι με κάποιο τρόπο έμφυτη στους Εβραίους-, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, το άγχος της ύπαρξης και η σφοδρότητα των συναισθημάτων κυριαρχούν και σε τούτη την ερωτική ιστορία, όπως άλλωστε και σε κάθε έργο του Μπάσεβις - τ
ουλάχιστον σ' αυτό που έχει μεταφραστεί έως σήμερα διότι υπάρχουν ακόμη διηγήματα και μυθιστορήματά του συγγραφέα που δεν έχουν μεταφραστεί από τα γίντις. Οι επιπτώσεις τους έχουν ολέθρια αποτελέσματα στην ζωή των πρωταγωνιστών - στην συγκριμένη περίπτωση ο Χέρμαν ρημάζει στην κυριολεξία την ζωή και της Γιάντβιγκα και της Μάσα, εγκαταλείπει την επιχείρηση που του παραχώρησε ο θείος της Ταμάρα -ένα ατμοσφαιρικό βιβλιοπωλείο- κι εξαφανίζεται. Η Ταμάρα, με αξιοσημείωτη ψυχραιμία και λογική, είναι εκείνη που θα περιμαζέψει τα ερείπια που αφήνει πίσω του και θα οικοδομήσει έναν κόσμο στέρεο και φωτεινό - αναλαμβάνει το βιβλιοπωλείο και φροντίζει ώστε η Γιάντβιγκα με το μωρό της να μείνουν μαζί της. Όχι, δεν είναι λάθος διατύπωση αλλά μην περιμένετε να σας αποκαλύψω όλη την ιστορία.


To "Εχθροί, μια ερωτική ιστορία", όπως και το υπόλοιπο έργο του εξαιρετικού Ι.Μ.Σίνγκερ, γράφτηκε στα γίντις το 1966 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην γίντις εφημερίδα "The Forward" όπου ο συγγραφέας εργαζόταν από την ημέρα που μετανάστευσε στην Αμερική -το 1935, τέσσερα χρόνια πριν την γερμανική εισβολή και το Ολοκαύτωμα- μέχρι, νομίζω, την απόσυρσή του από τη δημοσιογραφία. Ξεχωρίζει, ωστόσο, διότι είναι το πρώτο μυθιστόρημα που ο Σίνγκερ τοποθετεί σε αμερικανικό έδαφος. Ξεχωρίζει, επίσης, και για την επιλογή των πρωταγωνιστών του καθώς τα περισσότερα άτομα είναι γυναίκες - το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως μελέτη των πολλών όψεων της θηλυκότητας. Η δουλικότητα της Γιάντβιγκα και η σταδιακή αφύπνισή της, το πάθος, ο ερωτισμός, η χειραφέτηση και οι νευρώσεις της Μάσα, η σταθερότητα, η φροντίδα και η ισχυρή αξιοπρέπεια της Ταμάρα θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να αποδοθούν. Ο Ι.Μ. Σίνγκερ όμως το κάνει με χαρακτηριστική συντομία και σαφήνεια χωρίς να θυσιάζει το συναίσθημα.

Το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά αργότερα - το 1972.  Η ελληνική έκδοσή του, με την στρωτή γλώσσα και τις υποσημειώσεις του -στο τέλος της αντίστοιχης σελίδας κι όχι στο τέλος του βιβλίου που με αποσυντονίζει- βοηθούν πολύ στην ανάγνωση τούτης της ερωτικής ιστορίας που ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ τραγωδίας
και σάτυρας - δίπλα στις θλιβερές περιγραφές του Ολοκαυτώματος, ο Ι.Μ.Σ. παρατάσσει, εκτός από την λεπτή ειρωνία του, σκέψεις και οι αντιδράσεις του Χέρμαν που φέρνουν στο νου σκηνές σπλάπστικ από ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Με τέτοιες εντάσεις κι αντιθέσεις σ' έναν τόσο ιδιαίτερο συνδυασμό απορώ που οι αδελφοί Κοέν δεν το έχουν συμπεριλάβει ακόμη στο παλμαρέ τους.

Είναι αλήθεια πως το "Εχθροί, ..." δεν φτάνει στο ύψος του αριστουργηματικού "Σκιές στον ποταμό Χάντσον". Διαβάζεται όμως ως ένας πρόλογός του όπου ο Σίνγκερ με σχεδόν ανάλαφρο αλλά διεισδυτικό τρόπο σε μυεί στον κόσμο του - έναν κόσμο ζοφερό, σπαρακτικό και για πολλούς από τους ήρωές του καταστροφικό. Ως αναγνώστης, όμως, "επιζείς" νιώθοντας τυχερός που γνώρισες μία τόσο ανθρώπινη γραφή.




 




Σημειώσεις: 1) Ο Paul Mazursky "πρόλαβε" τους Κοέν και το 1989 μετέφερε το μυθιστόρημα στο εκράν με εξαιρετικό τρόπο - η ταινία, εκτός από τις εγκωμιαστικές κριτικές, συγκέντρωσε και τρεις υποψηφιότητες για τα ΄Οσκαρ, οι δύο από τις οποίες αφορούσαν στις Anjelica Huston (Ταμάρα) και Lena Olin (Μάσα). 2) Το εικαστικό ανήκει στον Clyfford Still, έναν πρωτοπόρο αμερικανό ζωγράφο και ηγετική φυσιογνωμία του Αφηρημένου Εξπρεσσιονισμού. Ήταν ο πρώτος που έκανε το πέρασμα στο τόσο νέο και ριζικά αφηρημένο ύφος  στο οποίο δεν υπάρχει προφανές θέμα και το οποίο ξέρουμε από τα έργα των Ρόθκο, Ντε Κούνινγκ, Πόλλοκ, κ.α. Η πρώτη φωτογραφία είναι στιγμιότυπο από την ταινία "Safety Last!" του Harold Lloyd  ενώ στο τέλος εικονίζεται ο συγγραφέας.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013









Περί αποστήθισης



   Ένα μικρό αγόρι κοιμάται στο δεξί του πλευρό, το δεξί του χέρι κρέμεται από το κρεβάτι. Από ένα στρογγυλό μεγάφωνο ακούγεται μια μαλακιά φωνή.
     "Ο Νείλος είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής και το δεύτερο στον κόσμο. Αν και δεν έχει το μήκος του Μισσισσιπή, διασχίζει μεγαλύτερη απόσταση..."
     Στο πρωινό γεύμα κάποιος το ρωτάει: "Τόμυ, ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής;" Ο Τόμυ κουνάει ανήξερο το κεφάλι του. "Δεν θυμάσαι κάτι που ξεκινάει: Ο Νείλος είναι..."
     "Ο-Νείλος-είναι-το-μεγαλύτερο-ποτάμι-της-Αφρικής-το-δεύτερο-μεγαλύτερο-σε-μήκος-ποτάμι-του-κόσμου..." Οι λέξεις τού ερχόντουσαν στο μυαλό αυτόματα.
     "Λοιπόν, ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι της Αφρικής;"
     Βλέμμα κενό. "Δεν ξέρω."
     "Μα ο Νείλος, Τόμυ".
     "Ο-Νείλος-είναι-το-μεγαλύτερο-ποτάμι κ.λπ.".
     "Λοιπόν, Τόμυ, άρα ποιο είναι το μεγαλύτερο ποτάμι;"
     Ο Τόμυ έβαλε τα κλάματα. "Δεν ξέρω", ούρλιαξε.




 



Σημειώσεις: Απόσπασμα από το "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" του Aldous Huxley, ένα πραγματικά θαυμάσιο, ένα τρομακτικά θαυμάσιο μυθιστόρημα (για το οποίο θα αξολουθήσει κάποια στιγμή ανάρτηση). Η εικονογράφιση ανήκει στον σημαντικό Ισπανό σχεδιαστή και εικονογράφο Manuel Estrada  ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εικονογράφιση των ισπανικών εκδόσεων των βιβλίων του Ζοζέ Σαραμάγκου. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το όμορφο αυτοβιογραφικό αφήγημα του Πορτογάλου νομπελίστα για παιδιά "Η σιωπή του νερού" (μετάφραση Αθηνάς Ψυλλιά - Καστανιώτης, 2012) με  δική του εικονογράφιση, απ' όπου και η πιο πάνω λεπτομέρεια.