Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014












Dysfictional 
Circumstances




Oι περίοδοι πολέμου είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τους συγγραφείς καθώς προσφέρουν πλήθος θεμάτων για μυθιστορηματική εξερεύνιση - διαπροσωπικά, κοινωνικά, ανθρωπιστικά, πολιτικά. Ορισμένα θέματα, ωστόσο, παραμένουν απρόσιτα. Ο δωσιλογισμός και οι μυστικές καταδόσεις είναι ίσως το κυριότερο. Ο Γάλλος Romain Slocombe εκθέτει την ακανθώδη τούτη πλευρά του πολέμου στο πρόσφατο "Κύριε Διοικητά" (μτφρ. Έφη Κορομηλά - Πόλις, 2014) κάνοντάς την ακόμη πιο τραγική και αποκρουστική επιλέγοντας για ήρωά του, όχι ένα απλοϊκό κι απαίδευτο άτομο αλλά μία εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής που καταδίδει εγγράφως κι επωνύμως την νύφη του. Το βιβλίο είναι αυτή η επιστολή. 

Παρασημοφορημένος βετεράνος του Μεγάλου Πολέμου (ΠΠ1) όπου έχασε το αριστερό του χέρι, μεγαλοαστός και μέλος της περίφημης Γαλλικής Ακαδημίας με την ιδιότητα του συγγραφέα, ο Πωλ-Ζαν Υσσόν είναι ένθερμος υποστηρικτής του στρατηγού Πεταίν και της ιδεολογίας του - ανακωχή και στην συνέχεια συνεργασία με τις δυνάμεις Κατοχής για το καλό και την ευημερία μιας ισχυρής Γαλλίας. Βαθιά συντηρητικός και βαθύτερα αντισημίτης, ο γηραιός Υσσόν ζει μια άνετη ζωή στο Παρίσι όπου με τους ομοϊδεάτες του -διάσημοι διανοητές και ο κύκλος τους- "...δεν διστάζαμε να βροντοφωνάζουμε, στα καθημερινά και εβδομαδιαία έντυπα στα οποία εκφράζαμε τη δίκαιη αγανάκτησή μας, αυτό που η τεράστια πλειονότητα των Γάλλων σκεφτόταν χαμηλόφωνα: οι Εβραίοι άρπαζαν τις δουλειές των συμπολιτών μας, κατέκλυζαν παρανόμως τη χώρα, εξαπέλυαν μια 'εβραϊκή επανάσταση' με την συνενοχή του Λεόν Μπλουμ." Είμαστε στο 1937 και τούτο συνέβαινε από τις αρχές της δεκαετίας μέχρι τουλάχιστον το 1942, όταν ο Υσσόν θα γράψει την επιστολή κατάδοσης της νύφης του, την οποία νύφη τού είχε συστήσει ο γιός του αρκετά νωρίτερα. 


Ο Ολιβιέ Υσσόν ακολουθεί σταδιοδρομία βιολιστή στην Συμφωνική Ορχήστρα του Παρισιού. Σε μια περιοδία της Συμφωνικής στην Γερμανία, την άνοιξη του 1932, γνωρίζει την Γερμανίδα ηθοποιό με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Έλσι Μπέργκερ, μια πολύ νέα κοπέλα με εντυπωσιακή, άρια εμφάνιση και με εξαιρετική μόρφωση την οποία θα αρραβωνιαστεί. Ο Ολιβιέ την συστήνει στους γονείς του το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς και η Ίλσε  Βόλφφσον -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- θα κερδίσει τις εντυπώσεις της επιφυλακτικής Μαργκερίτ, της μητέρας του Ολιβιέ ενώ η Ζαν, η αδερφή του "...που ήρθε να μας βρει στο τέλος της εβδομάδας, υιοθέτησε αμέσως τη νεαρή Γερμανίδα σαν μικρή της αδερφή." Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τον Πωλ-Ζαν Υσσό. "Αυτή η νεαρή Γερμανίδα είχε -και εξακολουθεί να έχει, τότε όμως ακόμη περισσότερο- έναν εντελώς δικό της τρόπο να σε κάνει να  νιώθεις αμέσως άνετα, μια εγκάρδια ομιλητικότητα, ένα αφοπλιστικό ενθουσιασμό και μια παιδικότητα που ερχόταν να μετριάσει την οξυδέρκεια και την ευαισθησία της, αξιοπρόσεκτες και η μεν και η δε. Η καλεσμένη μας  κάθισε στο πιάνο από το πρώτο κιόλας βράδυ της άφιξής της, ερμήνευσε για μας Lieder του Σούμπερτ και κάποια κομμάτια του Μπαχ. Εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από τους ώμους που άφηνε ακάλυπτους το αιθέριο φόρεμά της, κάτω από το χρυσάφι των μαλλιών που χάιδευαν τον σβέρκο της."   

Τούτη η μικρή λεπτομέρεια θα εξάψει το ερωτικό ενδιαφέρον του Πωλ-Ζαν Υσσό αλλά όχι μόνο προς στιγμήν. Τέτοιου είδους αφορμές θα αρχίσουν να συσσωρεύονται με κάθε τυπική οικογενειακή συγκέντρωση ώσπου, με την επέλαση των Ναζί στο Παρίσι και τον Ολιβιέ ήδη καταταγμένο στον γαλλικό στρατό (και αργότερα στο Λονδίνο ακολουθώντας την εξόριστη κυβέρνηση του στρατηγού de Gaulle), θα μετατραπούν σε δαμόκλειο σπάθη - η Ίλσε μόνη με τα δύο παιδιά της θα ζητήσει την προστασία του ισχυρού πεθερού της. Ο Πωλ-Ζαν Υσσόν δέχεται με την φυσικότητα που του επιτρέπει η συγγένειά τους και προσπαθεί να την προστατεύσει από τις καταδιώξεις που έχει εξαπολύσει η Γαλλική Αστυνομία κατά των Εβραίων καθώς του είναι ήδη γνωστή η εβραϊκή της καταγωγή - στην αρχή παρατηρώντας τα σκουρόχρωμα μαλλιά της εγγονής του και το χαρακτηριστικό σχήμα της μύτης που υποτίθεται πως φέρουν οι Εβραίοι κι αργότερα αναθέτοντας την υπόθεση σε ειδικό γραφείο ερευνών που θα επιβεβαιώσει τις υποψίες του.  Υποδόρια, ωστόσο, η εμμονή τον έχει κυριεύσει  - ούτε η ρήξη με τον γιο του, ούτε τα δύο εγγόνια του, ούτε η θλίψη από τον πνιγμό της αγαπημένης του κόρης Ζαν, ούτε καν η κατάρρευση και ο θάνατος της γυναίκας του Μαργκερίτ μπορούν να του αποσπάσουν την σκέψη. Το ίδιο ισχυρά αποδεικνύονται ο συντηρητισμός και ο αντισημιτισμός του - τα άρθρα του γίνονται ιδιαιτέρως αυστηρά και καταγγελτικά κι αυτό έχει ανεξέλεγκτες κι απάνθρωπες συνέπειες στην μικρή κοινωνία του Αντινύ όπου ζει. 


Σκηνοθέτης, μεταφραστής, εικονογράφος, σκιτσογράφος και φωτογράφος, ο Ρομαίν Σλοκόμπ έγινε συγγραφέας χωρίς να το επιδιώξει - ένα γκράφικ νόβελ, πολλές εικονογραφήσεις και μερικές ιστορίες για εφήβους τον οδήγησαν κάποια στιγμή να γράψει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για την σειρά Noire των εκδόσεων Gallimard. Το βιβλίο είχε επιτυχία κι αυτό τον ώθησε να γράψει με σύστημα - κάτι περισσότερο από ένα μυθιστόρημα το χρόνο. Το "Κύριε Διοικητά" βασίστηκε στην κρυφή ιστορία της μητέρας του που είχε κρύψει την εβραϊκή της καταγωγή από τα πεθερικά της φοβούμενη τον αντισημιτισμό τους. Ο ίδιος ανακάλυψε την καταγωγή της και την Εβραία Ρωσίδα γιαγιά του στα 20. Ανακάλυψε επίσης και κάποια γράμματα των γονιών του πατέρα του όπου άφηναν να εννοηθούν τα αντι-εβραϊκά τους αισθήματα κι αυτό ήταν που τον ενέπνευσε να γράψει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα - το κατά πόσο γνώριζαν ότι η νύφη τους ήταν Εβραία και παρόλα αυτά δεν είπαν ποτέ τίποτα γι' αυτό.

Στην δική του επιστολή ο Πωλ-Ζαν Υσσόν είναι ευθύς και απόλυτα σαφής σε μια προσπάθεια να αποδείξει την αδιαμφισβήτητη ειλικρίνεια των λόγων του.  Ουσιαστικά πρόκειται για μια απολογία όπου ο Υσσόν εξομολογείται με κάθε λεπτομέρεια την σύγχυση και την ενοχή του. Και αναποφάσιστος καθώς είναι για το τι πρέπει να πράξει στην συνέχεια, αφήνει την ευθύνη αυτή στον Χερ Στούρμπαννφυρερ Χ. Σέλλενχαμμερ, διοικητή της Κομμαντατούρ στο Αντινύ και παραλήπτη της επιστολής - εξοργιστικό κι εφιαλτικό αν σκεφτεί κανείς τί συνέβη στο Ολοκαύτωμα. Σε όλη την έκταση της επιστολής ο Υσσόν φροντίζει να δηλώνει με στοιχεία την στήριξή του στο έθνος και τους πολίτες του και ο Ρομαίν Σλοκόμπ -που έχει κάνει μια εξαιρετική πραγματολογική έρευνα-  έχει τοποθετήσει το υλικό του σε καίρια σημεία για να αποδεικνύουν στην πράξη τον πατριωτισμό του Υσσόν - εκτός από γραμμές του Πωλ Κλωντέλ και σχόλια για τον κινηματογράφο, την κλασσική μουσική και τα άρθρα εθνικοσοσιαλιστικών εφημερίδων, υπάρχει ένα πλήθος ιστορικών λεπτομερειών -με ημερομηνίες και χρονολογικές αναφορές- που τοποθετούν τις πεποιθήσεις του Υσσόν σε ένα πλαίσιο που τις κάνει να φαίνονται τόσο "δίκαιες"  και λογικές όσο και ειρωνικές και φρικιαστικές. Τα τεκμήρια 1, 2 και 3 που βρίσκονται μετά το τέλος του μυθιστορήματος όπως και οι πρόσθετες πληροφορίες που ακολουθούν εντείνουν την αίσθηση
αυτή και συγκινούν περισσότερο από κάθε τι άλλο - αποκαλύπτουν τις πραγματικές διαστάσεις της πράξης του μυθιστορηματικού Υσσόν καθώς έχουν αντληθεί από το ντοκιμαντέρ του Πέτερ Κλεμ Elsie Bergers Franzosische Familie που προβλήθηκε στην γερμανική τηλεόραση το 2008. Στο μυθιστόρημα βρίσκονται ενσωματωμένα και ορισμένα αυθεντικά άρθρα αντισημιτικού χαρακτήρα όπως και μία δήλωση προσχωρήσεως από τα οποία ο συγγραφέας άλλαξε μόνο ορισμένα ονόματα.

 

Να ζεις σημαίνει να λειαίνεις με λεπτότητα τις διαδικασίες στις οποίες είσαι υποταγμένος, έλεγε ο Μπρεχτ κι αυτό φαίνεται να εφαρμόζει ο Σλοκόμπ στην γραφή του - ψυχογραφεί εξαιρετικά τους πρωταγωνιστές του και αποκαλύπτει με ελεγχόμενο ρυθμό κι ένα ιδιαίτερα φροντισμένο, αν και σκληρό, ύφος  την φύση και την έκταση του φόβου, την ένταση του αιμομεικτικού έρωτα του Υσσόν για την Ίλσε καθώς και τις υπόλοιπες, οξείες, διακυμάνσεις  του ανθρώπινου ψυχισμού - οικογενειακή ευτυχία, λύπη κι απελπισία, μίσος, οργή, αντιπαλότητα, παραίτηση και μισαλλοδοξία, ανανδρία κι εγωισμός έως την απόλυτη βία για γερά στομάχια -  είναι η στιγμή που ο Υσσόν θα έρθει αντιμέτωπος με τον αντίκτυπο των αυστηρών εθνικιστικών άρθρων του. Παράλληλα ο συγγραφέας διατηρεί την αγωνιώδη εσώτερη σύγκρουση που βιώνει ο πρωταγωνιστής του - ποιό είναι, τελικά, πιο σημαντικό; Το ερωτικό πάθος ή το μέλλον της Γαλλίας;  

Είναι η πρώτη φορά στα πεντέμισι χρόνια που γράφω σε τούτο εδώ το μπλογκ που δεν θα αποκαλύψω το τέλος ενός βιβλίου. Tο προσπάθησα αλλά τελικά  έσβησα εκείνο το κείμενο - oι ανατροπές στην πλοκή είναι πολλές και φορές, σοκαριστικές και κάθε πλάγια αναφορά ήταν λίγη. Μπορώ ωστόσο να σας βεβαιώσω πως πρόκειται για ένα βιβλίο που θλίβει, φοβίζει, εντυπωσιάζει - ο καφκικός πέλεκυς που σπα τον πάγο της αδιαφορίας μέσα σου. Και μεταξύ άλλων, σε κάνει ν' αναρωτιέσαι για τα όρια της πολιτικής ορθότητας και της ιδεολογικής συνέπειας.









Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία είναι λεπτομέρεια από πορτραίτο του Νορβηγού Vidkur Quisling το όνομα του οποίου (quisling) είναι συνώνυμο του δωσίλογου/προδότη του έθνους στα αγγλικά. Στην δεύτερη φωτογραφία εικονίζεται ο στρατηγός Πεταίν με τον συνεργάτη του Πιερ Λαβάλ, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης του Βισύ. Η τρίτη είναι μία σκηνή από το θαυμάσιο φιλμ νουάρ "Ministry of Fear" που σκηνοθέτησε ο Fritz Lang ενώ στην τελευταία εμφανίζεται ο συγγραφέας σε πρόσφατο -νομίζω- στιγμιότυπο που αντλήθηκε από εδώ.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014











Inside Time



Συνηθίζουμε να αποκαλούμε μελλοντολογικά τα μυθιστορήματα που οι πρωταγωνιστές τους ζουν βαθιά στο μέλλον και χρησιμοποιούν  προηγμένα επιτεύγματα της τεχνολογίας τα οποία οδηγούν σε δυστοπίες με τερατώδη συστήματα κοινωνικού προσδριορισμού. Πως χαρακτηρίζουν, όμως, μία νουβέλα που όταν εκδόθηκε πριν λίγα χρόνια θεωρήθηκε μελλοντολογική ενώ σήμερα έχει ξεπεράσει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας και συμβαδίζει με την πραγματικότητα;

Στην "Παραβολή" (Καστανιώτης, 2006), το τέταρτο βιβλίο του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη, ο πρωταγωνιστής Χ. Α. Ρόντας αναλαμβάνει εκ μέρους της εταιρείας που εργάζεται, την τρισδιάστατη απεικόνιση προσώπων. Ως ειδικός παραλήπτης, επισκέπτεται τους ενδιαφερόμενους πελάτες και μιλά μαζί τους προσπαθώντας να αντλήσει όσες περισσότερες προσωπικές πληροφορίες μπορεί καθώς και να συλλέξει τα κατάλληλα αντικείμενα που θα προσδώσουν αληθοφάνεια στο ολόγραμμα που θα δημιουργήσει  στην συνέχεια το οποίο πρέπει να είναι πιστό ομοίωμα του ανθρώπινου πρωτοτύπου. Η Ισμήνη Καπάτου, μία μεγάλης ηλικίας χήρα, θα του αναθέσει την φασματική ανασύσταση του νεκρού συζύγου της. Το αποτέλεσμα θα την ικανοποιήσει τόσο που θα αναθέσει στον Χ. Α. Ρόντα ακόμη μία, πιο απαιτητική εργασία - την ανασύσταση και της υπόλοιπης οικογένειάς της σε μία γιορτινή συγκέντρωση, κάτι που τελικά θα αποβεί μοιραίο για κείνη. Μια άλλη ανάθεση θα γίνει από έναν αρκετά ευκατάστατο πατέρα που, γνωρίζοντας τον επικείμενο θάνατό του, δεν θέλει να αναστατώσει την πολύ άρρωστη κόρη του και προτιμά να διατηρήσει, έστω με αυτόν τον ψεύτικο τρόπο, την συνήθειά του να της διαβάζει κάποιες ώρες κάθε βράδυ. Τα πράγματα θα αποβούν κι εδώ το ίδιο μοιραία και για τον πατέρα αλλά και για τον Χ. Α. Ρόντα που θα ερωτευτεί την άρρωστη κοπέλα. 


Με σπουδές στον κινηματογράφο, εμπειρίες από τον διαφημιστικό χώρο και την τηλεόραση καθώς και τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου, ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης είναι μία ξεχωριστική περίπτωση στον χώρο της πεζογραφίας. Η ιδιότυπη και αναγνωρίσιμη γραφή του σε υποβάλλει με την ισορροπία της μεταξύ ενός έντονα δοκιμιακού λόγου και μιας λογοτεχνικής voice-over αφήγησης. Ο απαιτητικός αυτός λόγος του συγγραφέα μού θύμισε τον W.G.Sebald αν και κατά έναν περίεργο τρόπο, η αφήγηση του Τζαμιώτη ρέει πιο εύκολα - οι δυνατές σκηνές που περιγράφει, όπως πχ εκείνες μεταξύ του Ρόντα και της άρρωστης κοπέλας που βρίσκεται απομονωμένη σ' ένα γυάλινο κουβούκλιο,  ή απλώς η άνεσή του στον χειρισμό της γλώσσας σε παρασύρουν, δεν σ' αφήνουν να εφησυχάσεις. Είναι σαν να διαβάζεις τον τριτοπρόσωπο, μακροπερίοδο λόγο του αγαπημένου Σαραμάγκου με μία πιο σφιχτή, όμως, υφή.

Εκτός από την γλώσσα, εκείνο που διαφοροποιεί την "Παραβολή" από τα άλλα μελλοντολογικά πεζογραφήματα είναι ο χρόνος της. Ρευστός κι άδηλος μπορεί να αναφέρεται σε εκατό χρόνια από τώρα ή ακριβώς στο τώρα - καθόλου μα καθόλου, απίθανο τη στιγμή που τα ολογράμματα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για την διασκέδασή μας. Εξού και η απορία μου πιο πάνω. "Ο χρόνος κάποτε γίνεται χώρος, μικραίνει όταν οι άνθρωποι μεγεθύνονται" γράφει ο συγγραφέας μεταθέτοντας την
σημασία του χρόνου στον ιδιωτικό χώρο και στο ίδιο το άτομο κι αυτό είναι ένα δεύτερο στοιχείο της νουβέλας που την κάνει κάπως "ανησυχητική" - η ευκολία με την οποία οι άνθρωποι καταφεύγουν στην high-tech επιστήμη για να αντλήσουν την ελπίδα, τον έρωτα, την φροντίδα που αδυνατούν να παράξουν οι ίδιοι αλλά και να εισπράξουν από έναν άλλο άνθρωπο μεταβάλλουν την αίσθηση του πραγματικού και του σύνηθες που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις.
 

Αν δεν ήταν ο ανθρώπινος παράγοντας που διαρρέει από την πυκνότητα της γραφής και τις λογοτεχνικές-υπαρξιακές αναζητήσεις του συγγραφέα, η νουβέλα θα ήταν ένα πανέξυπνο διανοητικό παιχνίδι. Δεν είναι. Ή μάλλον, δεν είναι μόνο αυτό. Ο ανθρώπινος παράγοντας, που φαίνεται να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος στην θεματογραφία του Κ.Δ.Τζαμιώτη, εμφανίζεται ιδιαίτερα δηκτικός και καταλυτικός στην "Παραβολή" - το ολόγραμμα του νεκρού συζύγου δεν θα μπορέσει να σώσει την κα Καπάτου που τελικά θα πνιγεί από ένα κομματάκι κόρας ψωμιού που σκαλώνει στο λαιμό ενώ η εικονική οικογένειά της συνεχίζει να διασκεδάζει στο γιορτινό τραπέζι που είχε στήσει η ίδια. Στην δεύτερη περίπτωση η κόρη ανακαλύπτει την πλάνη και ο πατέρας αποδεικνύεται ολοζώντανος ενώ ο Χ. Α. Ρόντας, έχοντας παραβεί όλους τους όρους της ανάθεσης, σκοτώνει τον πατέρα και κατακτά το αντικείμενο του πόθου του έστω και εικονικά.

Η πρωτότυπη νουβέλα του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη θέτει αρκετά ζητήματα για την ίδια τη ζωή και τον θάνατο αλλά και το διάστημα μεταξύ των δύο που τις περισσότερες φορές αφορά στην επίμονη επιδίωξη της ευτυχίας, την εξουσία, την αποστασιοποίηση, την απόρριψη, την έλλειψη. Και βεβαίως τον έρωτα. Η απάντηση που φαίνεται να αναδύεται μέσα από τις γραμμές είναι ο Άνθρωπος και η θέλησή του και, είτε επιστημονικής ή ρεαλιστικής φαντασίας, τούτη η λογοτεχνική παραβολή σε βοηθά να το αντιληφθείς αυτό πιο εύκολα και πιο απολαυστικά. 





 
Σημείωση: Η πρώτη φωτογραφία είναι του D. T. Halloway. Στη δεύτερη, σχετικά πρόσφατη, φωτογραφία εμφανίζεται ο συγγραφέας.

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014











Η πρόκληση
της λογοτεχνίας



Ο χώρος του παιδικού και νεανικού βιβλίου έχει αποδειχθεί αρκετά παραγωγικός  τελευταία μιας και οι καιροί της κρίσης προσφέρουν πολλά ερεθίσματα για δημιουργικές γραφές και θεματικές προσεγγίσεις που αποκωδικοποιούν το παρόν των νεαρών αναγνωστών με νέο αέρα. Το "Μια καινούργια μέρα αρχίζει" (Κοντύλι, 2013) της  εκπαιδευτικού Σταυρίνας Λαμπαδάρη είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση που ωστόσο προβληματίζει με το περιεχόμενό του αλλά και την κατηγοριοποίησή του ως λογοτεχνία.

Πρόκειται, κατ' αρχάς, για μία πολύ προσεγμένη έκδοση. Το εξώφυλλο είναι εικαστικά πολύ όμορφο και οι ζωγραφιές στις μέσα σελίδες του που έγιναν από την ομάδα μαθητών της συγγραφέως-εκπαιδευτικού είναι επίσης ωραίες και μίνιμαλ. Το ίδιο και  τα τυπογραφικά στοιχεία και το όλο στήσιμο του βιβλίου που προέκυψε όπως αναφέρει  η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, ως "αντίδωρο προς τους μαθητές μου της ΣΤ΄ τάξης της χρονιάς 2001-2002 στο Δημοτικό Σχολείο Κρυονερίου Ανατολικής Αττικής". Οι 181 σελίδες του χωρίζονται σε ενότητες με τίτλους όπως "Φροντίζω την υγεία μου", "Οι αισθήσεις μου", "Υγιείς συμπεριφορά", "Σχέσεις χτισμένες με σεβασμό", "Η γλώσσα μου", "Η τεχνολογία στη ζωή μου", "Σε κάθε μου βήμα δίνω χώρο στο καλό" καλύπτοντας σχεδόν όλους τους τομείς της καθημερινότητας ενός παιδιού του σήμερα. Στη συνέχεια, δίνονται με πρωτοπρόσωπη προστακτική οι αντίστοιχες συμβουλές για  κάθε ενότητα, δλδ για τα πάντα - από το τί θα φάει και τι θα πιει το παιδί, πως θα πρέπει να περπατά, να μιλά και να επικοινωνεί, πως να παίζει και πως να συμπεριφέρεται στην οικογένειά του, στους φίλους του και στους ξένους μέχρι τον τρόπο που πρέπει να κρατά σημειώσεις για τα μαθήματά του και να διαβάζει ποίηση ή λογοτεχνία.

Το βιβλίο πρακτικά εισάγει τους νέους στο πεδίο της γενικής ψυχολογίας με όρους  εκλαΐκευσης και είναι προσαρμοσμένο στο επίπεδο αντίληψης ενός προεφήβου. Αυτό  δεν είναι κακό μιας και η αυτοβελτίωση στην οποία στοχεύει η Στ. Λαμπαδάρη είναι ένα ζητούμενο για όλους μας και ξεκινά -κι αυτό - από την μικρή ηλικία. Στο παρελθόν είχαμε τα βιβλία Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής και Οικιακής Οικονομίας που εξυπηρετούσαν εν μέρει αυτόν το σκοπό και το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει" μπορεί να θεωρηθεί ένας σύγχρονος συνδυασμός τους με μια σημαντική, όμως, διαφορά. Εκείνα τα βιβλία ήταν γεμάτα επιστημονικές πληροφορίες, φωτογραφίες και παραδείγματα που υποδείκνυαν ένα σκεπτικό και αποδείκνυαν του λόγου το αληθές, ασκήσεις κι όλα τα υπόλοιπα που συναρτούν ένα εκπαιδευτικό εργαλείο και που σκοπό έχουν να ενεργοποιήσουν και να εξελίξουν την αντίληψη των παιδιών. Εδώ, ο λόγος του συγκεκριμένου βιβλίου είναι μονοδιάστατος κι επιτακτικός, με αρκετές λογοτεχνίζουσες και μεροληπτικές έως αφελείς εκφράσεις που μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνες εάν παγιωθούν στην αντίληψη ενός  παιδιού. Για παράδειγμα:

  • 361. Θέλω να αγαπώ και να με αγαπούν χωρίς διαπραγματεύσεις και όρους (σελ.176)
  • "Ευχαριστώ τον Θεό..." (σελ.69)
  • 257. Αγαπώ την εξυπνάδα και τη σοφία μου αγαπώ το μεγαλείο της ψυχής μου, (...) και, πάνω απ' όλα, αγαπώ την αγνότητα και την ομορφιά της συνεχούς μου προσπάθειας. (σελ 130)

Το γενικό ύφος του βιβλίου δίνει, σε μένα τουλάχιστον, την εντύπωση ότι απευθύνεται σε ψυχικώς ασταθή άτομα με προβληματική νοημοσύνη ή και αδύναμες κοινωνικές δεξιότητες, που χρειάζονται έναν οδηγό ζωής για να πορευτούν.  Ή στην καλύτερη περίπτωση να μην μπορούν να οριοθετήσουν μόνα τους τις  συναισθηματικές τους αντιδράσεις, πράγμα σχετικά αδύνατο για παιδιά της έκτης τάξης του δημοτικού. Η επιβολή των ορίων και η κατανόηση και η χρήση των καλών τρόπων πρέπει να έχουν γίνει ήδη μέχρι την ηλικία περίπου των τεσσάρων χρόνων ώστε η κοινωνικοποίηση του παιδιού να γίνει με ευκολία όταν πάει στο σχολείο. Όχι ότι μετά  είναι αργά να τα μάθει κανείς αλλά η νηπιακή ηλικία είναι η πιο δεκτική κι εύπλαστη  περίοδος για αυτό το σκοπό. Έτσι, τα βιβλία εθιμοτυπίας που απευθύνονται στα μικρά παιδιά είναι πολύ ελκυστικά – οι ιστορίες τους είναι ρεαλιστικές και η υπόδειξη της  καλής συμπεριφοράς γίνεται με λογοτεχνικό αφηγηματικό ύφος ενώ συνοδεύεται από παιγνιώδη και ζωηρή εικονογράφηση. Ενδεικτικά αναφέρω το “Εγώ και οι καλοί τρόποι” του Μάριο Κόρτε και τη σειρά του Μισέλ Πικμάλ “Ο μικρός φιλόσοφος”. Υπάρχει επίσης και το ανατρεπτικό χιούμορ και η αμεσότητα της Σοφίας Ζαραμπούκα η οποία στο “Καλοί τρόποι ή γουρουνιές” δεν αρκείται στην χαριτωμένη καταγραφή οδηγιών αλλά εμπλέκει στην πράξη μικρούς και μεγάλους αναγνώστες.

Η ηλικία στην οποία απευθύνεται το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει", το ενδιάμεσο μεταξύ παιδικότητας και εφηβείας, είναι μια ιδιαιτέρως αντιδραστική περίοδος κι οποιαδήποτε συμβουλή γίνεται δεκτή με πολύ αμφισβήτηση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιο πεζογράφημα για τα παιδιά τούτης της ηλικίας που να είναι αμιγής οδηγός καλής αγωγής - κάθε εφηβικό μυθιστόρημα υποδεικνύει τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς για συγκεκριμένα θέματα τη φορά. Εκτός αυτού όμως, σε τούτη την περίοδο οι νέοι έχουν επιτακτική ανάγκη από συζητήσεις που θα τους επιτρέψουν να εκφραστούν, να αλληλεπιδράσουν με τους μεγαλύτερούς τους, να μοιραστούν εμπειρίες με τους συνομηλίκους τους και να ασκήσουν την κρίση και την παρατηρητικότητά τους μαθαίνοντας συγχρόνως να εστιάζουν στη σωστή και χωρίς προκαταλήψεις εξέταση της σπουδαιότητας της κάθε σκέψης, ιδέας ή γεγονότος που προκύπτει κάθε στιγμή, σε κάθε  πτυχή της ζωής τους.

Είμαι σίγουρη πως προηγήθηκαν τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά της τάξης της πριν η συγγραφέας καταλήξει στην καταγραφή των συμπερασμάτων τους και την μετατροπή τους σε βιβλίο. Ωστόσο, το "Μια καινούρια μέρα..." δεν περιέχει ούτε μία από αυτές τις συζητήσεις καταγεγραμμένη ως παράδειγμα σκεπτικού, ούτε κάποιο άλλο υλικό που θα έδινε τροφή για σκέψη, ψυχαγωγία έστω. Κι έτσι, ο νεαρός αναγνώστης που θα θελήσει να το διαβάσει, θα στερηθεί ουσιώδεις νοητικές διεργασίες που οδηγούν στην εκβάθυνση του κάθε θέματος και συνεπώς στην εκγύμναση συγκεκριμένων πνευματικών, κυρίως, ικανοτήτων,  απαραίτητων για την ισορροπημένη ανάπτυξη του ατόμου. Κι αυτό που τελικά θα διαβάσει είναι οδηγίες καλής συμπεριφοράς και διαχείρισης των πάντων - μα, αυτό δεν κάνουν και οι γονείς στο σπίτι; 




Επανέρχομαι, όμως, στο λογοτεχνικό πεδίο διότι αυτό είναι η αφορμή του άρθρου.  Το "Μια καινούρια μέρα αρχίζει" έχει χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία και βρίσκεται  στις προθήκες του τομέα της εφηβικής λογοτεχνίας ενώ δεν τηρεί την βασικότερη  προϋπόθεση γι' αυτό - την ύπαρξη μιας ιστορίας ή ενός μύθου που να συμβάλλει ταυτόχρονα και στην παιδεία και στην αυτογνωσία του νεαρού αναγνώστη. Η πραγματική λογοτεχνία, σε όποια ηλικιακή ομάδα κι αν απευθύνεται -παιδιά, εφήβους ή ενήλικες- το κάνει αυτό με τρόπο απείρως πιο διασκεδαστικό και αποδοτικό από το ξεφύλλισμα ενός εγχειριδίου ορθής διαβίωσης. Ας μην τα συγχέουμε.



Το κείμενο γράφτηκε για τον πάντα εξαιρετικό Αναγνώστη όπου και δημοσιεύτηκε την Δευτέρα 2 Ιουνίου.




Σημείωση: Οι δύο εικόνες συνιστούν έναν πίνακα της Μεξικανής εικονογράφου Erika Kuhn.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014









Άτιτλο




Και εγώ που κρυφοκοίταξα από τη σχισμή,
μιαν άλλη της στιγμής μου ‘λαχε να ζήσω
προτού χωθώ στου ξύλινου χρόνου την εγκοπή...