Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014













The Violence Line


 


Αντίθετα με οτιδήποτε θορυβώδες μπορεί να υπονοεί ο θαυμάσιος τίτλος του, το "Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν" (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης - Ίκαρος, 2014) είναι ένα μυθιστόρημα που σε υποβάλλει με την υπόκωφη αμηχανία του ήρωά του μπροστά στην αναπότρεπτη πραγματικότητα και το θαυμάσιο συγγραφικό ύφος του Κολομβιανού Juan Gabriel Vásquez που καταγράφει τα απρόοπτα εγκλήματα που ορίζουν την ζωή του πρωταγωνιστή του - το πρώτο, από αγνώστους που αφήνει τον Αντόνιο Γιαμάρες βαριά τραυματισμένο και τον φίλο του νεκρό· κι ένα δεύτερο, μεγαλύτερο, εκείνο του λαθρεμπορίου ναρκωτικών που κατέστρεψε μία ολόκληρη γενιά (κι όχι μόνο) και διάβρωσε μία ολόκληρη χώρα.

Κολομβία, 2009 - ο Αντόνιο Γιαμάρες παρακολουθεί στην τηλεόραση τις ειδήσεις όπου ανακοινώνεται η εκτέλεση ενός αδέσποτου ιπποπόταμου. Αυτό γίνεται η αφορμή να συνειδητοποιήσει πως "...ο θάνατος εκείνου του ιπποπόταμου σηματοδοτούσε το τέλος ενός επεισοδίου που είχε αρχίσει στη ζωή μου πριν από χρόνια, κάπως σαν να γύριζα σπίτι μου για να κλείσω μια πόρτα που την είχα ξεχάσει ανοιχτή." Κι έτσι ξεκινά να καταγράφει τις αναμνήσεις του. 

Μπογκοτά, τέλη 1995 - ως ο νεαρότερος καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο, ο Αντόνιο απολαμβάνει μια ενήλικη ζωή που φαντάζει γεμάτη ευκαιρίες. Μετά τις παραδόσεις και τις αγορεύσεις περί δικαίου, αδίκου και του γερο-Σάιλοκ στο Πανεπιστήμιο πηγαίνει συνήθως στο σφαιριστήριο της 14ης Οδού. Ένα απόγευμα, θα γνωρίσει εκεί έναν περίεργο τύπο, έναν πιλότο  που μόλις βγήκε από τη φυλακή - ο Ρικάρντο Λαβέρδε  είναι ο μόνος που σχολιάζει την τύχη των ζώων της Ασιέντα Νάπολες ενώ όλοι οι υπόλοιποι θαμώνες  ασχολούνται με την ανικανότητα της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί την τεράστια περιουσία του βαρόνου των ναρκωτικών, Πάμπλο Εσκομπάρ, και τις πολιτικές δολοφονίες στις οποίες είχε αναμειχθεί καθώς από το 1982 ο Εσκομπάρ είχε εμπλακεί "επιτυχώς" και στην πολιτική ζωή της Κολομβίας. Οι δύο άντρες θα γίνουν φίλοι και ο Ρικάρντο θα του εμπιστευτεί την προσωπική του ιστορία - πως γνώρισε και παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής του, την Ιλέιν Φριτς, μια εθελόντρια του Ειρηνευτικού Σώματος που οι ντόπιοι φώναζαν Ελένα, και η οποία έφυγε για τις  Ηνωμένες Πολιτείες με την κόρη τους, μόλις ο Ρικάρντο καταδικάστηκε σε φυλάκιση19 χρόνων. Με την  αμηχανία του ερωτευμένου, ο Ρικάρντο τού εξομολογείται πως σε λίγες μέρες η Ιλέιν επιστρέφει για να τον συναντήσει.

Ένα βράδυ ο Ρικάρντο θα ζητήσει ένα μαγνητόφωνο για να ακούσει μια κασέτα – όπως θα αποδειχθεί πολύ αργότερα, είναι η απομαγνητοφώνηση του μαύρου κουτιού του αεροπλάνου που οι ειδήσεις είχαν δείξει πως κατέπεσε λίγα λεπτά πριν την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο της Μπογκοτά. Ήταν η πτήση της Ιλέιν. Ο Αντόνιο θα τον πάει στο Σπίτι της Ποίησης που είναι κοντά στο σφαιριστήριο και θα τον αφήσει να την ακούσει με τα ακουστικά του. Όταν μετά από λίγο τον αναζητά, ο Ρικάρντο έχει εξαφανιστεί.  Θα τον δει όταν έχει φτάσει ήδη στο σφαιριστήριο “...και μόλις τότε πρόσεξα μια μοτοσικλέτα που, ως εκείνη τη στιγμή, στεκόταν ήσυχη στο πεζοδρόμιο. Ίσως την πρόσεξα γιατί οι δύο επιβάτες της είχαν κάνει μιαν ανεπαίσθητη κίνηση: τα πόδια του πίσω πάτησαν την εξάτμιση, και το χέρι του εξαφανίστηκε στο σακάκι του. Φυσικά, και οι δύο φορούσαν κράνη. Φυσικά, και οι δύο προσωπίδες ήταν φιμέ – ένα πελώριο, ορθογώνιο μάτι στην μέση του πελώριου κεφαλιού.” Σωστά καταλάβατε. Οι δύο μηχανόβιοι, σε ελάχιστο χρόνο, θα κινηθούν εναντίον τους και θα τους πυροβολήσουν. Ο Ρικάρδο θα πεθάνει επί τόπου ενώ ο Αντόνιο θα κάνει μήνες να συνέλθει  από τον βαρύ τραυματισμό του.



Η καθημερινότητά του, ωστόσο, δεν θα είναι όπως παλιά. Μια ισχυρή δόση μετατραυματικού στρες τον αδρανοποιεί - αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από την Άουρα, την σύντροφό του, και το μωρό τους ενώ τελικά καταρρέει πριν από ένα μάθημα στο πανεπιστήμιο. Ένα ανέλπιστο τηλεφώνημα από την Μάγια Φριτς -την κόρη του Λαβέρδε- θα του δώσει την ευκαιρία να αναμετρηθεί με το άλυτο αίνιγμα του Ρικάρντο και τον φόνο του. Ουσιαστικά, με τους φόβους και τις φοβίες του.  Αν και έχει ακόμη κάποια κινητικά προβλήματα, ο Αντόνιο θα οδηγήσει μέχρι τη Λα Ντοράδα, μια πόλη στη μέση της διαδρομής Μπογκοτά-Μεδεγίν που για να την φτάσεις "πρέπει να ανέβεις τα βουνά που ζώνουν την Μπογκοτά και να τα ξανακατέβεις και να περάσεις μέσα σε τρεις ώρες  από τα δύο χιλιάδες εξακόσια κρύα και βροχερά μέτρα μας στην Κοιλάδα Μαγκνταλένα όπου η θερμοκρασία σε κάποιες θλιβερές ζώνες μπορεί να φτάσει έως τους σαράντα βαθμούς Κελσίου."  Εκεί ζει απομονωμένη η Μάγια, στο σπίτι που έχτισε ο πατέρας της δίπλα στις όχθες του ποταμού Μαγκνταλένα με τα χρήματα που του απέφερε η διακίνηση ναρκωτικών. Η Μάγια θα του δώσει την κασέτα του Ρικάρντο και ο Αντόνιο θα ακούσει την πτώση του αεροπλάνου και θα συνειδητοποιήσει πως οφείλετο σε ένα λάθος. Στη συνέχεια, θα της διηγηθεί τα λίγα που γνωρίζει για τον Ρικάρντο, η Μάγια θα του δώσει τα γράμματα που αντάλλασσαν οι γονείς της, μέχρι που θα ερευνήσουν επιτόπου τα μέρη που έζησε το ζευγάρι προκειμένου να συμπληρώσουν το παζλ της ζωής του Ρικάρντο και τα κενά μνήμης της Μάγια η οποία νόμιζε τον πατέρα της πεθαμένο από την μέρα της φυλάκισής του.  

Θα επισκεφτούν μαζί  ακόμη και τον κοινό τόπο των παιδικών τους χρόνων, την Ασιέντα Νάπολες - την τεραστίων διαστάσεων κατοικία του Εσκομπάρ όπου είχε δημιουργήσει έναν ζωολογικό κήπο με λίμνη και διάφορες άλλες θεαματικές ατραξιόν για τα παιδιά του και ο οποίος ήταν ανοιχτός και στο κοινό. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Εσκομπάρ το 1993, ο  ζωολογικός κήπος ερημώθηκε - η βλάστηση οργίαζε απεριποίητη, τα κλουβιά και οι μεταλλικές κατασκευές σκούριαζαν ενώ το γκαράζ με τα αυτοκίνητα-αντίκες ρήμαζε. Τα σπάνια ζώα που φιλοξενούσε πέθαναν από την πείνα και την παραμέληση αν και την μέρα της επίσκεψής τους, ο Αντόνιο και η Μάγια έρχονται αντιμέτωποι μ' έναν μοναχικό και πεινασμένο ιπποπόταμο που περιφέρεται  στον χώρο. Περνούν το ίδιο βράδυ μαζί και την επομένη ο Αντόνιο επιστρέφει στην οικογένειά του αφήνοντας τη Μάγια  στην ζωή της - κοινό παρελθόν δε σημαίνει κατ' ανάγκην και κοινό μέλλον...
 


Ένας ακόμη από τους Bogota39, ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες εμφανίζεται αποφασιστικά στο λογοτεχνικό προσκήνιο το 2001 με τη συλλογή διηγημάτων "Οι εραστές των Αγίων Πάντων". Γεννημένος το 1973 στην πρωτεύουσα της Κολομβίας, μετά το τέλος των σπουδών του στη Νομική ταξιδεύει αρχικά στο Παρίσι με την αίσθηση πως η πόλη είναι το κέντρο  της Τέχνης. Έπειτα θα ταξιδέψει  στις Βελγικές Αρδένες και στην Βαρκελώνη για να επιστρέψει μετά από 17 χρόνια στη Μπογκοτά όπου ζει σήμερα. Σε όλο τούτο το διάστημα των μετακινήσεων, μεταφράζει, μεταξύ άλλων, έργα των Β.Ουγκώ, Ε.Μ. Φόστερ και Τ.Χέρσεϋ, συγγράφει μία βιογραφία του Τζόζεφ Κόνραντ, άλλα δύο μυθιστορήματα κι έναν τόμο με λογοτεχνικά δοκίμια πριν τον "Ήχο των πραγμάτων" που γνωρίζει την αναγνώριση των αναγνωστών αλλά και του λογοτεχνικού κατεστημένου καθώς έχει ήδη αποσπάσει το έγκυρο ισπανικό βραβείο Alfaguara και το Διεθνές Λογοτεχνικό Βραβείο IMPAC Dublin.

Το ταξίδι και η αναζήτηση της αλήθειας είναι ένας συνηθισμένος καμβάς για την πεζογραφία. Σ' αυτόν ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες προσθέτει,
με τον δικό του σαγηνευτικό τρόπο, την σύνθετη σχέση μνήμης και τραύματος και την απώλεια της αθωότητας. "Η ενηλικίωση φέρνει μαζί της την καταστροφική ψευδαίσθηση του αυτοελέγχου, ίσως δε να εξαρτάται κι απ' αυτήν. Εννοώ την αυταπάτη ότι εξουσιάζουμε τη ζωή μας, που μας επιτρέπει να νιώθουμε ενήλικες, καθότι συναρτάμε την ωριμότητα με την αυτονομία, το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίζουμε τι θα μας συμβεί μετά. Η απομάγευση έρχεται αργά ή γρήγορα, αλλά πάντα έρχεται, δεν είναι ασυνεπής στο ραντεβού, ποτέ δεν ήταν. Όταν έρχεται, τη δεχόμαστε χωρίς πολλή έκπληξη, γιατί κανένας που έχει ζήσει αρκετά δεν μπορεί να ξαφνιαστεί με τη διαπίστωση ότι η ζωή του έχει διαμορφωθεί από μακρινά γεγονότα  και ξένες βουλήσεις, με ελάχιστη ή μηδαμινή συμβουλή των δικών του αποφάσεων."   

Το μυθιστόρημα αντανακλά τον γερμανικό εξπρεσιονισμό όπως τον έχουν ενσωματώσει τα περίφημα φιλμ νουάρ της δεκαετίας του '50 - η ψυχική διάθεση και η ένταση που αναδύονται από την πλοκή κινούνται μεταξύ του μαύρο-γκρι της ψυχικής καταπόνησης του Αντόνιο, και του λευκού ίχνους μιας κανονικής ζωής που του προσφέρει η Άουρα και το μωρό τους, η Λετίσια. Σκιές παντού, η αλήθεια που συνεχώς του διαφεύγει και ο σιωπηλός πόνος του Αντόνιο προσδίδουν στο μυθιστόρημα ακόμη ένα επίθετο στους χαρακτηρισμούς που το συνοδεύουν - θρίλερ· όχι όμως με την έννοια των ταινιών τρόμου με διαταραγμένους εγκληματίες, αστυνόμους και σπλάτερ καταστάσεις αλλά με εκείνη της επιμήκυνσης της αγωνίας και του ψυχολογικού αδιεξόδου των ηρώων. Ίσως γι' αυτό από τα μέσα περίπου του βιβλίου και μετά, ο ρυθμός της πλοκής αλλάζει αισθητά, γίνεται πιο αργός και πιο λεπτομερής, κάτι που αρχικά με κούρασε. 

Μετά, το ξέχασα. Το όλο κείμενο δεν είναι καθόλου στατικό, μελοδραματικό ή μαγικώς ρεαλιστικό - τα γεγονότα της αφήγησης που αφορούν την πολιτική, τις δολοφονίες και το λαθρεμπόριο βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, η εναλλαγή τους είναι συνεχής ενώ ο πρωταγωνιστής διασχίζει την διαβρωμένη Κολομβία της περιόδου 1960-90 αλλά και τον παρόντα -αφηγηματικό- χρόνο με έναν επιφανειακά ψύχραιμο τρόπο που μου θύμισε την εντυπωσιακή ερμηνεία του Stellan Skarsgård στην "Αϋπνία" του. Ωστόσο, ακόμη και μετά από όλη τούτη την περιπλάνηση και παρά το ότι έχει πια τις απαντήσεις που θέλει, ο Αντόνιο παραμένει αδύναμος να αντιδράσει και κυρίως δίχως προοπτική - η Άουρα και η τρίχρονη πλέον Λετίσια έχουν φύγει από το διαμέρισμά τους.

Είναι πραγματικά εξαιρετικό το συγγραφικό ύφος του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες – όμορφη και σύγχρονη γλώσσα, πλούσια σε εικόνες και ασυνήθιστες παρομοιώσεις, κάτι που αναδεικνύει η μετάφραση του έμπειρου Αχ. Κυριακίδη ο οποίος φαίνεται πως έδειξε μιαν ιδιαίτερη συμπάθεια στο συγκεκριμένο βιβλίο - οι παραπομπές στις τελευταίες σελίδες φέρουν έναν προσωπικό, ζεστό, τόνο. Εξαιρετικό στάγδην χιούμορ που υπογραμμίζει την ειρωνεία των πραγμάτων -ιδίως όταν είναι ακόμη στην θέση τους, στα πρώτα κεφάλαια- και μια απαράμιλλη επιδεξιότητα με την οποία ο συγγραφέας συνδέει με ευαισθησία τα τραγικά γεγονότα ενώ η λεπτή υπαινικτικότητα σε ορισμένα σημεία θυμίζει βρετανική πεζογραφία. Είναι αξιοσημείωτο δε, πως αυτό το στυλ -σε ένα λιγότερο εκλεπτυσμένο επίπεδο, υποθέτω- είναι εμφανές και στα δύο πρωτόλεια  μυθιστορήματα που προηγήθηκαν των "Εραστών..." τα οποία ο συγγραφέας προτιμά να αφήνει στη λήθη.



Ψυχολογικός ρεαλισμός και στοιχεία docudrama (δραματοποιημένες αναπαραστάσεις πραγματικών γεγονότων), νουάρ και επώδυνες επιστροφές, σκεπτικισμός και μελαγχολία, διερεύνηση της διττότητας του ατόμου και εύθραυστη μνήμη, τραγικότητα και πάθος, δύσκολες ερωτήσεις και "απλές" αποφάσεις - τούτη  η λογοτεχνική σύνθεση μοιάζει με σπουδή της μοντέρνας ζωής. Σπουδή με την έννοια που απαντάται στη μουσική - σαν να έχει συντεθεί δηλαδή για να μας δείξει το πώς το πολιτικό γίνεται προσωπικό και πώς η βία δεν είναι κάτι που συμβαίνει στους άλλους. Ακόμη και αν δεν είμαστε ανάμεσα στα χαλάσματα των πραγμάτων που έπεσαν, ο απόηχος της πτώσης τους αγγίζει τον καθένα μας σαν ωστικό κύμα και στην πραγματικότητα, όπως ίσως θα πρόσθετε ο Álvaro Mutis, μας οδηγεί σε έναν λαβύρινθο που δεν είναι λιγότερο ακατανόητος ή επικίνδυνος επειδή μας είναι οικείος.





Σημειώσεις: Το πρώτο σκίτσο προέρχεται από το μάθημα ζωγραφικής της Sarah Sanders στο Manchester Metropolitan University και πρόκειται για την απεικόνιση ηχητικών τοπίων. Αντλήθηκε από εδώ. Η πρώτη φωτογραφία είναι μια μικρή επίτοιχη άτιτλη εγκατάσταση του Αμερικανού Joseph Cornell ενώ στην δεύτερη ο συγγραφέας έχει φωτογραφηθεί ανάμεσα σε πράγματα που έχουν ήδη πέσει. Ο πίνακας στο τέλος έχει τίτλο "La Violencia" και ανήκει σε έναν εμβληματικό καλλιτέχνη της Κολομβίας, τον Alejandro Obregón. Και κάτι ακόμη: ένα μπράβο για το όμορφο, εικαστικό εξώφυλλο του Ίκαρου, σχεδιασμένο από τον Χρήστο Κούρτογλου - από τα πιο εκφραστικά στις μέχρι σήμερα εκδόσεις του βιβλίου, ισπανική κι αλλόγλωσσες. 

2 σχόλια:

Roadartist είπε...

Ένα από τα βιβλία που διάβασα το καλοκαίρι, εκτός από τον τίτλο, και με εξαιρετικό εξώφυλλο. Καλό φθινόπωρο (τα κεφάλι μέσα κλαψ). :)

Sue G. είπε...

Όχι κλάματα, Road - καιρός για -περισσότερα- χάρτινα ταξίδια. ;-)

Καλόν Σεπτέμβρη!