Δευτέρα 11 Απριλίου 2016







Ο εφιάλτης

στο όνειρο




Θα παραφράσω λίγο τον Francis Bacon - εκείνος μιλούσε για την ομορφιά όταν είπε ότι το καλύτερο μέρος της είναι εκείνο που καμμία εικόνα δεν μπορεί να εκφράσει. Το ίδιο ωστόσο ισχύει και για την φρίκη - το χειρότερο μέρος της φρίκης είναι εκείνο που καμμιά εικόνα δεν μπορεί να εκφράσει. Γι' αυτό, ενδεχομένως, ο Ισπανός Jorge Semprún, που επέζησε του Ολοκαυτώματος, πίστευε με πάθος ότι η αληθινή μνήμη, όχι η ιστορική ή η καταγεγραμμένη, θα διαιωνιστεί μόνο μέσω της λογοτεχνίας διότι μόνο αυτή δίνει μια πραγματική μορφή, ένα ανθρώπινο σχήμα σε όσα αδιανόητα συνέβησαν εκεί. 

Με τούτη την πίστη έγραψε το "Ασκήσεις επιβίωσης" (μτφρ. Έφης Κορομηλά - Πόλις, 2015) - το πρώτο μέρος από μια σειρά τόμων που ο συγγραφέας είχε πρόθεση να γράψει και όπου θα ξαναέπιανε τα αυτοβιογραφικά θέματα που είχε ήδη θίξει στα προηγούμενα βιβλία του, αλλά πιο "συστηματικά"  τώρα και σε συνάρτηση με ένα θέμα που θα το προσέγγιζε μέσω της βιωμένης εμπειρίας αλλά και του στοχασμού αυτή τη φορά. Όπως φανερώνει ο εκδότης της γαλλικής έκδοσης στο σημείωμά του, που βρίσκεται μεταφρασμένο στις πρώτες σελίδες της ελληνικής έκδοσης, στο πρώτο τόμο αυτό το θέμα είναι τα βασανιστήρια.

Η αφήγηση ξεκινά στις αρχές του 1943, χρονιά που ο συγγραφέας έκλεινε τα είκοσι και γυρνούσε σε συγκεκριμένες περιοχές του Παρισιού για να συναντήσει  τον "Πωλ", τον "Μπρυνό", τον "Κομπά", τη "Ζυλιά", τον "Ζωρζ Β.", τον "Μερσιέ", τον "Τανκρέδο" - τους
σύντροφους του στην Αντίσταση. Μία από αυτές τις συναντήσεις θα είναι στο σπίτι της Ιρέν Σιό όπου και θα τον συλλάβει η Γκεστάπο. Θα τον μεταφέρουν στο Οξέρ, σε μία βίλα της Γκεστάπο κι από εκεί θα τον εκτοπίσουν στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Η αναδρομή του συγγραφέα στο παρελθόν είναι τεθλασμένη και στην πορεία της ανασύρονται στιγμιότυπα από διάφορες χρονικές στιγμές - μία είναι από το κυριακάτικο γεύμα του Σεμπρούν, δεκαετίες αργότερα, στο σπίτι του Υβ Μοντάν και της Σιμόν Σινιορέ. Μετά, η μνήμη επιστρέφει στο Μπούχενβαλντ όπου ο Ζεράρ -το κωδικό όνομα του συγγραφέα στην αντίσταση- θα συναντηθεί με τον "Πωλ" στο παράπηγμα 42. Κατόπιν, στο μέλλον και στο μεταπολεμικό Παρίσι, στην προσωρινή έδρα της Ουνέσκο όπου ο συγγραφέας εργάζεται τώρα ως δημοσιογράφος και μεταφραστήςΈπειτα, πίσω πάλι στο Μπούχενβαλντ, κι από εκεί ξανά στο μέλλον, σ' ένα ψυχαναλυτικό συνέδριο με θέμα την μνήμη της εκτόπισης. Θα παρεμβληθούν, επίσης, αφηγήσεις για το παράνομο ταξίδι του Σεμπρούν στην Ισπανία ως μέλος του ΚΚΙ, η διαδικασία διαγραφής του από το κόμμα, όπως κι ένα περιστατικό 25 χρόνια μετά από αυτό στη Μαδρίτη, σε μια διπλωματική δεξίωση όπου ένας πρώην ασφαλίτης θα του δώσει την καλύτερη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να του απευθύνει κανείς.

Η κομψή, σπειροειδής ετούτη γραφή του  Χόρχε Σεμπρούν δεν περιέχει κανένα ίχνος μελοδραματισμού, αν και κάτι τέτοιο θα ήταν απόλυτα αιτιολογημένο κι αναμενόμενο. Δεν δίνει λεπτομερείς περιγραφές των βασανιστηρίων, παρά αφήνει να εννοηθούν οι συνθήκες τους μέσα από στοχασμούς και εγκυκλοπαιδικούς προσδιορισμούς. "Διότι υπήρχαν τα απλά αστυνομικά κλομπ από λείο ξύλο· οι βούρδουλες·  τα κλομπ από καουτσούκ, παραγεμισμένα μερικές φορές  με μολύβι: αργότερα θα μάθω ότι αυτά τα τελευταία, τα περιβόητα Gummi, τα προτιμούσαν οι κατώτεροι αξιωματικοί των Ες Ες στο Μπούχενβαλντ· αλλά και τα βρετανικά κλομπ, τα οποία υπήρχαν μέσα στα κιβώτια με τα όπλα που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα... (...) Ο πόνος που προκαλούσε το καθένα ήταν πολύ διαφορετικός, ιδιαίτερος. Με μέτρο την ένταση του κάθε πόνου, μπορούσα να πω, με απόλυτη βεβαιότητα, με τι είδου κλομπ είχα να κάνω."

Ο Σεμπρούν αναστοχάζεται και καταγράφει την πλούσια εμπειρία της ζωής του δείχνοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο μετέτρεψε τον σωματικό πόνο και την αβάστακτη μοναξιά τού πρώην εκτοπισμένου σε απόδειξη ζωής και εμπειρία αλληλεγγύης κι αδελφοσύνης - όχι από τα εύκολα κι ευνόητα πράγματα που θα περίμενε κανείς. Ο Σεμπρούν χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια μέχρι να βρει τη δύναμη να γράψει για πρώτη φορά για τον εφιάλτη που έζησε. Και είναι τόσο έντονος ο εφιάλτης αυτός -πως θα μπορούσε να μην είναι;- που η ζωή και η γραφή του, δεν έχουν ευδιάκριτα όρια.



Διαβάζοντας το βιβλίο σκεφτόμουν ότι δεν έχουν απομείνει πια παρά ελάχιστοι επιζήσαντες για να διηγηθούν ή να γράψουν τις εμπειρίες τους και σε ελάχιστα χρόνια θα εκλείψουν κι αυτοί. Και όσο θα εκλείπει η  προσωπική μαρτυρία και η απτή παρουσία ενός ανθρώπου που επέζησε για να μας μεταδώσει βιωματικά την εμπειρία του, τόσο θα εξασθενεί η συναισθηματική εμπλοκή μας στην γνώση των γεγονότων και η ατομική εμπειρία θα αποσυνδέεται σιγά σιγά από κάθε κοινωνική συνέπεια και μεταβολή. Και όσο θα λείπουν οι αποδείξεις ζωής τόσο η συλλογική μνήμη θα ατονεί και τα επίσημα αρχεία, οι γραπτές μαρτυρίες και η Τέχνη θα είναι τα μόνα καταφύγια όπου θα προστρέχουμε για να προστατεύσουμε την μνήμη μας, με το βάσιμο ενδεχόμενο κάποια στιγμή να το αντιλαμβανόμαστε απλώς ως ένα γεγονός, απεχθές μεν αλλά γραφικό.

Όχι με το "Night Will Fall" - ένα σοκαριστικό ντοκιμαντέρ που ενσωματώνει σπάνιο αρχειακό υλικό. Κατόπιν εντολής της Βρετανικής Κυβέρνησης το 1945 ο Sidney Bernstein, στέλεχος τότε του Υπουργείου Πληροφοριών, έπρεπε να δημιουργήσει μία ταινία η οποία θα τους παρείχε αδιάσειστες αποδείξεις των εγκλημάτων των Ναζί. Έτσι, σαν σήμερα, στις 11 Απριλίου 1945 μαζί με την πρώτη αμερικανική στρατιωτική μονάδα απελεθεύρωσης έφτασε στο στρατόπεδο εξοντώσεως -όπως τα αποκαλούσε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, κι όχι συγκεντρώσεως- του Μπούχενβαλντ και η βρετανική μονάδα κινηματογράφησης. Πολλά χιλιόμετρα φιλμ χρησιμοποιήθηκαν, πάμπολες λεπτομέρειες καταγράφησαν ενώ πίσω στην Βρετανία, το υπουργείο είχε ήδη προσλάβει τους πιο εξαιρετικούς επαγγελματίες κάθε είδους για την παραγωγή της ταινίας - σεναριογράφους, μοντέρ, σκηνοθέτες (βλ. Άλφρεντ Χίτσκοκ). Τα φιλμ αυτά, ωστόσο κρίθηκαν, για πολιτικούς λόγους, υπερ-ευαίσθητο υλικό και γι' αυτό αρχειοθετήθηκε και εγκαταλείφθηκε επ' άπειρον. Μόλις το 2008, το Imperial War Museum και ο σκηνοθέτης-ανθρωπολόγος André Singer χρησιμοποιούν ένα μέρος από αυτό το αυθεντικό υλικό και δημιουργούν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε για πρώτη φορά από το Κανάλι 4 του BΒC πέρυσι, εβδομήντα χρόνια από την απελευθέρωση του Άουσβιτς

Tο ντοκιμαντέρ εξιστορεί  την ιστορία κινηματογράφησης των στρατοπέδων συγκέντρωσης και την τύχη της αρχικής ταινίας. Συνδυάζει την κινηματογραφία με την ιστορική αλήθεια, την μυθοπλασία και τη βιογραφία με τρόπο απρόσμενο και, κατά ένα περίεργο παιχνίδισμα της τύχης, μοιάζει να επαληθεύει την επιθυμία του Ισπανού συγγραφέα για μια φιλμική μεταφορά της πεζογραφικής καταγραφής της ιστορίας του - πολλές σεκάνς είναι σαν να αναπαριστούν την αφήγηση του Σεμπρούν από το δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου ο συγγραφέας με αφορμή ένα μουσικό σύνολο τζαζ που υπήρχε στο Μπούχενβαλντ, περιγράφει γλαφυρά τις πρώτες ημέρες της απελευθέρωσης του στρατοπέδου από την 3η Αμερικανική Στρατιά του Πάτον. Από αυτό το σημείο και μετά, η αφήγηση του Σεμπρούν στο βιβλίο θα επιστρέψει στο σήμερα και στο ξενοδοχείο "Λυτεσιά" όπου κάθεται ο συγγραφέας 


O Χόρχε Σεμπρούν δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις "Ασκήσεις επιβίωσης" όπως σχεδίαζε - τον πρόλαβε η αρρώστεια το 2011. Ωστόσο, με βάση ετούτο το βιβλίο μπορώ κάλλιστα να υποθέσω ότι στο σύνολό του θα ήταν ένα έργο ιδιαίτερα αξιόλογο γιατί, εκτός των αρχειοθετημένων ντοκουμέντων που χρησιμοποιεί για να στοιχειοθετήσει τις μνήμες του, ο συγγραφέας καταθέτει έναν πρώτο απολογισμό όχι μόνο για την εμπειρία των βασανιστηρίων αλλά και για το ηθικό κριτήριο, τις καθαρά ανθρώπινες αξίες και αρετές, τους λόγους να ζει κανείς, τις επίγειες μάχες και το όφελος της ήττας, αν όντως υπάρχει κάτι τέτοιο στην περίπτωσή του. "Είναι δυνατός ένας απολογισμός;" αναρωτιέται κάποια στιγμή. Αναμφισβήτητα. Ο Ρεζίς Ντεμπραί στον  πρόλογο του βιβλίου υπερθεματίζει.

Συγγραφέας αλλά και πολιτικός, ο Σεμπρούν ήταν αμφίθυμος ως προς τον ρόλο που παίζει η συλλογική μνήμη στην ιστορία της Ευρώπης. Ως συγγραφέας, επέστρεφε στο παρελθόν, στις ασύλληπτες στιγμές της Ευρωπαϊκής ιστορίας και αντλούσε υλικό για το σημαντικότατο έργο του. Ως πολιτικός, ωστόσο, που υπηρέτησε για τρία χρόνια (1988-1991) στην σοσιαλιστική Κυβέρνηση του Φελίπε Γκονζάλες από τη θέση του υπουργού Πολιτισμού, προέτασσε το μέλλον για τις νέες γενιές των Ευρωπαίων. Κι ακριβώς ετούτες οι νέες γενιές πιστεύω πως έχουν ανάγκη από τέτοιες εικόνες και τέτοιες γραπτές μαρτυρίες για να κατανοήσουν το μέγεθος, τις αιτίες, το βάθος της θηριωδίας. Να μπορέσουν να διακρίνουν τις μορφές τις οποίες ενδύεται ο φασισμός και να εξουδετερώσουν, στην συνέχεια, τις έκκεντρες, παράλληλες ή και εφαπτόμενες εκδοχές του στο παρόν· στο σήμερα, εδώ και τώρα.

 


Ο ισπανός συγγραφέας αναμετρήθηκε με το παρελθόν του και με την υπέρβαση εαυτού μάς έδωσε την ευκαιρία να οικειοποιηθούμε ψυχικές εμπειρίες που δεν θα μπορούσαμε με κανέναν άλλο τρόπο να μάθουμε. Κι ετούτη η ενσυναίσθηση είναι ένας από τους σημαντικότερους λόγους ύπαρξης της λογοτεχνίας, ιδίως της στρατοπεδικής - πως αλλιώς μπορούμε να προχωρήσουμε σε ένα μέλλον πολύ καλύτερο, δίχως κανενός είδους ασκήσεις επιβίωσης;  









Σημειώσεις: Η πρώτη φωτογραφία αντλήθηκε από την El Pais. Η σύνθεση της δεύτερης φωτογραφίας ανήκει στον Anselm Kiefer κι έχει τίτλο μία φράση του Corneille από το θεατρικό του Ελ Σιντ - Cette obscure clarté qui tombe des étoiles / Αυτή η λάμψη που πέφτει απ' τα άστρα. "Το Πέρασμα της Στυγός ανήκει στον Φλαμανδό Joachim Patinir. Η εγκατάσταση στην τρίτη φωτογραφία ανήκει στη νέα εικαστικό Ειρήνη Βλαβιανού κι έχει τίτλο "Tension Project".

Δεν υπάρχουν σχόλια: