Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017














Όλα για τις Οικογένειες




Το "Το Πιο Μεγάλο Βιβλίο για τις Οικογένειες" (απόδοση: Αντώνης Παπαθεοδούλου - Ίκαρος, 2016) θα μπορούσε να λέγεται και το Μεγάλο Λεξικό των Οικογενειών μιας και στις σελίδες του η αγγλίδα Mary Hoffman έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες από τις διαφορετικές συνθέσεις μιας οικογένειας που μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα. Και όχι μόνον αυτό. 

"Μια φορά κι έναν καιρό, οι περισσότερες οικογένειες στα βιβλία έμοιαζαν κάπως έτσι – " ξεκινά η αφήγηση στις δύο πρώτες σελίδες του βιβλίου όπου απεικονίζονται ένας μπαμπάς και μία μαμά με εξοπλισμό κηπουρικής, ένα μικρό αγόρι που κρατά μια μπάλα, ένα μικρό κορίτσι με μια κούκλα στα χέρια, ένας σκύλος και μία γάτα. Στο φόντο, μία διώροφη μονοκατοικία με κήπο που περιστοιχίζεται από ξύλινο φράχτη.  Στη συνέχεια, όμως, η συγγραφέας ασχολείται με την πραγματική ζωή και όχι με έναν υποθετικό, φανταστικό, κόσμο και παρουσιάζει  όλες τις εθνικότητες στην "οικογενειακή  μορφή" τους που δεν είναι, φυσικά, μόνο μία. Έτσι, εκτός από τις πολύ γνωστές σε μας στην Ελλάδα οικογένειες με γιαγιά και παππού, βλέπουμε τις οικογένειες με δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες κι εκείνες με θετούς γονείς.  

Το βιβλίο ωστόσο δεν είναι σοβαρό ή αυστηρό όσο ένα λεξικό και δεν έχει εκτενή κείμενα. Καθώς απευθύνεται σε παιδιά έως και 7 χρονών, κυριαρχούν οι εικόνες που εμπλουτίζουν κυριολεκτικά τις προτάσεις – τα πληρωρικά σκίτσα της Ros Asquith είναι  παιγνιώδη και με το πνευματώδες χιούμορ τους  δίνουν όχι μόνο ανάλαφρο τόνο στην ανάγνωση αλλά και, κυρίως αυτό, ερεθίσματα για όλα όσα πρέπει να συζητηθούν για το βασικό ετούτο κύτταρο της κοινωνίας - ο διαφορετικός τρόπος διαβίωσης της κάθε οικογένειας, οι διαφορετικές επιλογές του κάθε ανθρώπου, το διαφορετικό εν γένει με όλες τις αποχρώσεις του.

Η αγγλίδα συγγραφέας δεν παραθέτει μόνο τους διάφορους τύπους συμβίωσης αλλά  μιλά και για τα πράγματα που τις αφορούν – τις κατοικίες τους, την εκπαίδευση των παιδιών, τους τόπους και τους τρόπους εργασίας του κάθε γονιού· τις διακοπές, την διατροφή και την ένδυση, τα κατοικίδια, τα χόμπι και τις γιορτές της κάθε οικογένειας. Δεν περιορίζεται στην εξωτερική περιγραφή κάθε οικογένειας αλλά προχωρά και στα συναισθήματα που εκφράζονται και τον τρόπο που αυτό γίνεται σε κάθε μία από αυτές – θυμωμένες, χαρούμενες, λυπημένες, ευδιάθετες, αγχωμένες ή χαλαρές οικογένειες όπου μπορεί όλοι να μοιράζονται τα συναισθήματά τους ή άλλες όπου ο καθένας προτιμά να κρατά το πώς νιώθει για τον εαυτό του. Και όπως θα περίμενε κανείς από μία έμπειρη και βραβευμένη συγγραφέα, η Χόφμαν παραθέτει κάθε μικρή ή μεγάλη λεπτομέρεια των ανθρώπων και των οικογενειών δίχως να εκφράζει κάποια παραξενιά, να κρίνει, ή να απορρίπτει τεχνηέντως.

Πολλά θέματα, θα σκεφτείτε, και είναι αλήθεια. Δεν είναι όμως περισσότερα από τις ερωτήσεις που έχει καθημερινά ένα παιδί που ζει και κυκλοφορεί σε μια σύγχρονη πόλη η οποία δεν θυμίζει σε τίποτα την ανθρωπογεωγραφία προηγούμενων δεκαετιών. Η αγγλίδα συγγραφέας έχει συγκεντρώσει τους τύπους και τις βασικές παραμέτρους μιας οικογένειας στις μεγάλου μεγέθους σελίδες του βιβλίου με τρόπο που βοηθά και τους ενήλικες συν-αναγνώστες του – το κάθε θέμα αναπτύσσεται σε δύο αντικριστές σελίδες με ένα σύντομο κείμενο ενώ περιμετρικά των σελίδων υπάρχουν πολλά σχετικά με το θέμα αντικείμενα, που είναι οικεία στο κάθε παιδί και βοηθούν να επεκταθεί η συζήτηση. Ίσως θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες λέξεις και προτάσεις στα κείμενα καθώς τα παιδιά τις χρειάζονται για να περιγράψουν τις σκέψεις τους και να πουν αυτό που θέλουν. Ακόμη όμως και δίχως αυτές, ακόμη κι αν ένας γονιός δεν μπορεί να μιλήσει για την πολυπλοκότητα και τον πλουραλισμό μιας οικογένειας, μαζί και της κοινωνίας, το βιβλίο "δουλεύει" μόνο του – επιβεβαιώνει τις σιωπηλές πολλές φορές παρατηρήσεις των παιδιών και δικαιώνει με εύληπτο τρόπο την κανονικότητα του διαφορετικού που αισθάνονται αυθόρμητα.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, η Χόφμαν καλεί τους μικρούς αναγνώστες να σκεφτούν και να σχεδιάσουν το δικό τους γενεαλογικό δέντρο – μία βιωματική άσκηση που εξοικειώνει τα παιδιά με την πραγματικότητα και την ιδιοτυπία της δικής τους οικογένειας. Υπάρχει επίσης κι ένα παιχνίδι παρατηρητικότητας, σε όλες τις σελίδες του βιβλίου όμως, που μετατρέπει την ανάγνωση σε παιχνίδι. Σε περιπέτεια, καλύτερα, γιατί τα σκίτσα με τις τρέλες τους σε παραπλανούν. 



Διασκεδαστικό, εκπαιδευτικό, αισιόδοξο, ρεαλιστικό· ένα βιβλίο που παρουσιάζει την ποικιλομορφία του κόσμου μας χωρίς να προσηλυτίζει. 

Θαυμάσιο. 







Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο η-περιοδικό για το βιβλίο και τις Τέχνες ο αναγνώστης  στις 21.01.2017.









Σημειώσεις: Το βιβλίο βραβεύτηκε με το School Library Association Information Book Award το 2011 –την πρώτη χρονιά διεξαγωγής του– στην κατηγορία για τις ηλικίες έως 7 χρονών. Την ίδια χρονιά συμπεριελήφθη στην βραχεία λίστα των βραβείων NASEN. // Οι εικόνες είναι από την εικονογράφηση του βιβλίου.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017












Το θρόισμα της Ιστορίας





Οι δύσκολοι καιροί γεννούν οργή και τέχνη, είχα κάποτε σχολιάσει. Η επικαιρότητα με έκανε να το ξαναθυμηθώ κι έτσι έπιασα να διαβάσω το "Ο αχός της εποχής" (μετάφραση Θωμά Σκάσση – Μεταίχμιο, 2016). Όχι, βέβαια, λόγω της οργής αλλά λόγω της τέχνης – το πρόσφατο έργο του Julian Barnes είναι μία μυθιστορηματική βιογραφία που εκτυλίσσεται στην εποχή της κυριαρχίας του Στάλιν στη Ρωσία και εντρυφεί στην προσωπικότητα του συνθέτη Dmitri Shostakovitch, ενός από τους πιο αναγνωριμένους και παραγωγικούς καλλιτέχνες της περιόδου. Κι επιπλέον, ο πιο διωκόμενος – αυτό το στοιχείο από μόνο του με προδιέθεσε για μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση.

O συγγραφέας συναντά τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς σε τρεις κομβικές στιγμές της ζωής του.  Η πρώτη είναι "Στο πλατύσκαλο", όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Βρισκόμαστε στο 1936, περίοδο όπου ο Στάλιν είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή τη Μεγάλη Εκκαθάριση – μία μαζική εκστρατεία του κόμματος/κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων και των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας να καταστείλουν τους "εχθρούς της εργατικής τάξης" με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς έχει ήδη μπει στο στόχαστρο – η όπερά του "Λαίδη Μακβέθ του Μτσενσκ" έχει χαρακτηριστεί "βαβούρα αντί μουσικής" και ο ίδιος "φορμαλιστής, αριστεριστής μικροαστός". Γεμάτος φόβο, ο συνθέτης στέκεται μπροστά από το ασανσέρ του ορόφου και περιμένει να τον συλλάβουν. Από το μυαλό του περνούν, ανάμεσα σε ερωτήματα και δυσοίωνες σκέψεις, αναμνήσεις από την εφηβεία, τον πρώτο του έρωτα, τον γάμο και την μουσική του πορεία μέχρι τη στιγμή που ο σύντροφος Στάλιν αποφάσισε να πάει στην όπερα.  

Δώδεκα χρόνια αργότερα, βρίσκουμε τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς "Στο αεροπλάνο" καθώς επιστρέφει από την Νέα Υόρκη όπου είχε συμμετάσχει στο Πολιτιστικό και Επιστημονικό Συνέδρειο για την Ειρήνη αντιπροσωπεύοντας το ρωσικό καθεστώς. Και πάλι το  μυαλό του κατακλύζουν σκέψεις γεμάτες ντροπή κι απογοήτευση για τα όσα συνέβησαν στην διάρκεια της διαμονής του εκεί – διάβασε κακήν-κακώς τον λόγο που του ετοίμασαν, απάντησε "κάπως" στα σκληρά ερωτήματα των αμερικανών δημοσιογράφων για την κατάσταση στην Ρωσία του Στάλιν και ταπεινώθηκε δημοσίως από τα αντικομμουνιστικά "πυρά" διαδηλωτών. Δέχθηκε, επίσης, την περιφρόνηση του Ίγκορ Στραβίνσκυ, του συνθέτη-είδωλο που ονειρευόταν να συναντήσει.

Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στο 1960 – η εξουσία έχει γίνει λιγότερο προσωποκεντρική καθώς τον Ιωσήφ Στάλιν έχει διαθεχθεί ο Νικήτα Χρουστσώφ ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει την διαδικασία αποσταλινοποίησης της χώρας και αποκατάστασης των θυμάτων του καθεστώτος. Ο Σοστακόβιτς βρίσκεται "Στο αυτοκίνητο" του, καθοδόν για μία συνάντηση με κρατικό αξιωματούχο. Σε όλη την διάρκεια της διαδρομής προσπαθεί για πολλοστή φορά να ισορροπήσει ανάμεσα στον ηθικό ξεπεσμό του και στην εξουσιαστική πραγματικότητα. Όσο, όμως, και να ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια, όσο και να αιτιολογεί τις ενήλικες επιλογές του το βάρος της ενοχής δεν απαλύνεται. 

Κοινό σημείο και στις τρεις περιόδους μία διαπίστωση που ξεκινά το κάθε κεφάλαιο: "Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή." Η εποχή όπου το σταλινικό σύστημα, όπως γράφει η έγκριτη Anne Applebaum στο πρόσφατο βιβλίο της "ήταν άριστο στο να δημιουργεί μεγάλες ομάδες ανθρώπων που δεν τους άρεσε το καθεστώς και που  γνώριζαν πως η προπαγάνδα έλεγε ψέματα, αλλά που παρ' όλα αυτά ένιωθαν πως ήταν αναγκασμένοι από τις συνθήκες να δουλέψουν μαζί του"Ένας τέτοιος "απρόθυμος συνεργάτης" στάθηκε και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς που παρόλες τις αμφιβολίες, τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες του συμμορφώνονταν κάθε φορά με τις υποδείξεις του καθεστώτος – το εκπροσώπησε δημοσίως, υπέγραψε καταγγελίες κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών –του Σολζενίτσιν, του Ζαχάρωφ, του αγαπημένου του συγγραφέα Τσέχωφ– και στο τέλος, επί των ημερών του Χρουστσώφ, έγινε μέλος του κόμματος καταρρίπτοντας έτσι το μόνο έντονο ίχνος αντίστασης  που μπορούσε να αντιτάξει στην μόνιμη ήττα του: την αίσθηση ότι τόσα χρόνια ζούσε και δημιουργούσε δίχως να είναι μέλος του κόμματος.  


Όπως σημειώνει ο Τζούλιαν Μπαρνς στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, το μυθιστόρημα βασίστηκε σε εκτεταμένη βιβλιογραφία για τον  συνθέτη. Ωστόσο, "ο Αχός της Εποχής" δεν είναι μια ιστορική βιογραφία εξού και, συγγραφική αδεία, παραλλάζονται ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία όπως για παράδειγμα, οι γυναικίες φιλίες – στο βιβλίο εμφανίζονται περισσότερο απ' ότι οι ανδρικές ενώ στην πραγματικότητα οι ανδρικές φιλίες ήταν πολύ σημαντικές για τον Σοστακόβιτς. Πέραν αυτού όμως, το μυθιστόρημα φωτίζει ενδόμυχες όψεις της προσωπικότητας του συνθέτη που συνήθως δεν αφορούν έναν ιστορικό: την οικογενειακή ζωή του, με τις εξωσυζυγικές σχέσεις και των δύο συζύγων αλλά και τις πολλές ευτυχισμένες στιγμές με τα παιδιά του, και τη συμμετοχή του σε αθλητικές διοργανώσεις – ο Σοστακόβιτς ήταν πιστοποιημένος διαιτητής ποδοσφαίρου. Κι εκείνη την φορά  που ξέφυγε από το επίσημο κείμενο που εκφωνούσε "...σήκωσε το κεφάλι του, περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα και είπε με αδύναμη φωνή: 'Έχω πάντα την εντύπωση πως όταν γράφω με ειλικρίνεια αυτό που πραγματικά αισθάνομαι, τότε η μουσική μου δεν μπορεί να είναι 'εναντίον' του λαού".  Ή όπως επίσης τις αποτυχημένες προσπάθειές του να αυτοκτονήσει. 

Σε όλη την διάρκεια της ζωής του ο Σοστακόβιτς δεν αντιδρά με εμφανή και δημόσιο τρόπο όπως, για παράδειγμα, έκανε ο Osip Mandelstam, από τα απομνημονεύματα του οποίου προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου. Ο ρώσος ποιητής με την (σατυρική κατά κύριο λόγο) ποίησή του ήταν ένας από τους πιο σκληρούς επικριτές του Στάλιν με συνέπεια να συλληφθεί και να εκτοπιστεί σε στρατόπεδο εργασίας στη Σιβηρία.  Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, αντίθετα, υπηρετεί το καθεστώς και απολαμβάνει τις επίπλαστες ελευθερίες που του επιτρέπει. Έχει αποδεχθεί την αδύναμη, ενδοτική φύση του και όλες τις αντίρροπες σκέψεις του τις μεταγράφει σε ειρωνία, ενίοτε αυτοσαρκασμό, και μουσική.  Κυρίως μουσική – συνθέτει πλήθος κονσέρτων και μουσικές επενδύσεις για κινηματογραφικές ταινίες και μπαλέτα, ενώ δίνει αρκετές συναυλίες στη Ρωσία και στο εξωτερικό.  Με το ανάλογο τίμημα, βεβαίως.

Ο Τζούλιαν Μπαρνς αποδίδει την ανελέητη αυτοκριτική του Σοστακόβιτς για την ατομική του ακεραιότητα και τη συνείδησή του με εξαιρετικά εύστοχους εσωτερικούς μονολόγους  οι οποίοι τονίζουν την αίσθηση αυτο-εγκλωβισμού αλλά και την επαφή του συνθέτη με την πραγματικότητα – είναι εντυπωσιακό το ότι παρόλο που είναι -εν μέρει- ηττημένος, ο Σοστακόβιτς είτε για να προστατεύσει την οικογένειά του από την "πατρική στοργή" του σταλινικού καθεστώτος, είτε γιατί το πάθος του για την μουσική και η ευφυΐα του δεν ήταν εύκολο να κατασταλούν, δεν χάνει ούτε κατ' ελάχιστο την αίσθηση του εαυτού του. Εντύπωση επίσης προξενεί η ασύνειδη αντίστασή του στο καθεστώς – εκτός από την σταλινικώς εγκεκριμένη μουσική, ο Σοστακόβιτς έγραψε επίσης όπερες, που δεν ήταν αρεστές στον Στάλιν,  αλλά και ορισμένες τζαζ συνθέσεις οι οποίες ως είδος μουσικής θεωρούνταν απεχθέστατο.

Ο βρετανός συγγραφέας που γνωρίζει αρκετά καλά το είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας από το "Arthur & George", το "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ" και το ακόμη παλαιότερο "Σκαντζόχειρος", εμβαθύνει με επιδεξιότητα στην γεμάτη δειλία και αντιφατικότητα πορεία του συνθέτη και δίνει ένα ιδανικό ψυχογράφημα του "Κόκκινου Μπετόβεν" της Ρωσίας. Αρκετά ρομαντικό, θα έλεγα, ωστόσο, το σημαντικό εδώ είναι πως ο Μπαρνς με την εκπληκτική αφηγηματική τεχνική του καταφέρνει να συγκεράσει ιστορικά στοιχεία και μυθοπλασία (και την αγαπημένη του ειρωνεία - στοιχείο που διαπερνά όλα τα μυθιστορήματά του) και να αναδείξει έτσι από την μια πλευρά το προσωπικό κόστος του συμβιβασμού, κι από την άλλη την σχέση καλλιτέχνη και έργου τέχνης.



Κι ετούτη η αντίφαση είναι που διασώζει τον Ντμίτρι Ντμιτρίεβιτς Σοστακόβιτς από ένα καθεστώς που επεδίωκε τη συντριβή και τον εκμηδενισμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των θυμάτων του. Και η κατά Μπαρνς βιογραφία του υποδεικνύει ότι αυτό είναι το υλικό της τέχνης, το μέσο που καταλύει τα κατεστημένα όρια της εξουσίας και του χωροχρόνου. 








Σημείωση: Μπορείτε να παρακολουθήσετε εδώ μία αρκετά διαφωτιστική συνέντευξη του Julian Barnes. // Στην πρώτη φωτογραφία βλέπετε ένα κομμάτι από ύφασμα που έχει υφάνει η Nadia-Anne Ricketts αποτυπώνοντας το Piano Concerto No. 2 του Sergei Rachmaninoff και στην τελευταία ο ρώσος συνθέτης σε μία παρτίδα τέννις.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017













Πρόλογος





"Όλα σχεδόν τα βιβλία μου είχαν κάποια στιγμή τον προσωρινό τίτλο Η Σήραγγα των Περιστεριών. Η εξήγηση είναι εύκολη. Ήμουν στα μέσα της εφηβείας μου όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να με πάρει μαζί του σε μια από τις εξορμήσεις αναψυχής του στον κόσμο των τυχερών παιχνιδιών στο Μόντε Κάρλο. Κοντά στο καζίνο ήταν το κτίριο της αθλητικής λέσχης και μπροστά του απλωνόταν μια έκταση με γκαζόν και ένα ανοιχτό σκοπευτήριο με θέα τη θάλασσα. Κάτω από τη φυτεμένη με γκαζόν έκταση υπήρχαν μικρές παράλληλες σήραγγες που κατέληγαν όλες στη σειρά στην άκρη της θάλασσας. Μέσα σ' αυτές τις σήραγγες έβαζαν ζωντανά περιστέρια που είχαν εκκολαφθεί και παγιδευτεί στη στέγη του καζίνου. Ο σκοπός ήταν τα πουλιά να διασχίζουν φτεροκοπώντας τις κατασκότεινες σήραγγες και, βγαίνοντας από τα στόμια στην άλλη άκρη τους, με φόντο τον μεσογειακό ουρανό, να χρησιμεύουν ως στόχοι για τους χορτάτους και καλοζωισμένους σπόρτσμεν που περίμεναν όρθιοι ή ξαπλωμένοι με τα κυνηγετικά τους όπλα προτεταμένα. Τα περιστέρια που γλίτωναν ή τραυματίζονταν απλώς ελαφρά στα φτερά έκαναν αυτό που κάνουν πάντα τα περιστέρια: επέστρεφαν στο μέρος που είχαν γεννηθεί, στη σκεπή του καζίνου, όπου τα περίμεναν οι ίδιες παγίδες. 
     Το γιατί ακριβώς η εικόνα αυτή με στοιχειώνει τόσα χρόνια τώρα είναι κάτι που ίσως ο αναγνώστης μπορέσει να κρίνει καλύτερα απ' ότι εγώ."



Τζον λε Καρρέ
Ιανουάριος 2016










Σημείωση: Ο πρόλογος είναι από την πρόσφατη  αυτοβιογραφία του βρετανού συγγραφέα με τίτλο "Η σήραγγα των περιστεριών" (μτφρ. Βεατρίκη Κάντζολα Σαμπατάκου – Bell, 2016). / Η εικόνα είναι λεπτομέρεια από το εξώφυλλο του βιβλίου που είναι το ίδιο με εκείνο της αγγλικής έκδοσης την οποία θα έχω στα χέρια μου σε λίγες ημέρες.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017












O light!




"This is the cry of all the characters of ancient drama brought face to face with their fate. This last resort was ours, too, and I knew it now. In the middle of winter I at last discovered that there was in me an invincible summer."


Albert Camus
     The Summer (1954)    






Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017








Happy New

2 0 1 7





“And now let us believe in a long year that is given to us, new, untouched, full of things that have never been, full of work that has never been done, full of tasks, claims, and demands; and let us see that we learn to take it without letting fall too much of what it has to bestow upon those who demand of it necessary, serious, and great things.”


                                                                                     
                                                                                    Rainer Maria Rilke







Σημείωση: Η λεπτομέρεια είναι από το τρίπτυχο
"The Garden of Earthly Delights" που φιλοτέχνησε μεταξύ 1490 - 1510  ο Hieronymus Bosch.